ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Τρίτη, 15 Οκτωμβρίου 2024 - 9:49:35μ.μ.
04
Δεκεμβρίου

Το Μέλλον μου - Διήγημα του Πότη Κατράκη

Κατηγορία Πεζογραφία

Βρισκόμουνα στο Κουτσουβέρι και έβοσκα τις δυο καμήλες μου. Από εκεί αγνάντευα στο δημόσιο δρόμο μια διαδήλωση από ουραγκοτάγκους που κρατούσαν γιγαντοαφίσες και φώναζαν συνθήματα για να τους δώσει η κυβέρνηση το πλήρες άφθαρτον και το πλήρες δυνατόν.

KATRAKISΠιο πίσω τους και σε μικρή απόσταση ακολουθούσε μια άλλη ομάδα από εκατό περίπου δράκους, που βάδιζαν κατά εξάδες με το βήμα της χήνας και ο καθένας τους κρατούσε από μια σάρισα που στο πάνω μέρος της είχε μια τούφα από κρόσσια της αυγής. Μετά ακολουθούσαν εκατόν δώδεκα γλώσσες πουλιών και ανάμεσα τους διέκρινα ευκρινώς το μέλλον μου.

 

Άφησα τις καμήλες να συνομιλούν με τα σπερδούκλια και τα πουρνάρια και έτρεξα να συναντήσω το μέλλον μου, για να δω αν με γνωρίζει, που κατοικεί, ποια γλώσσα μιλάει, τι κρύβει μέσα στη συνείδηση του για μένα και σε ποια θρησκεία πιστεύει. Φορούσε κοντά παντελόνια φτιαγμένα από ηλεκτρόδια, άζωτο και νάτριο, κοντομάνικο πουκάμισο φτιαγμένο από μελωδίες καναρινιών και κρατούσε στα χέρια του έναν κόκκινο παπαγάλο που τον έλεγαν Αρθούρο.

 

Από τη μεγάλη μου χαρά που επιτέλους συνάντησα το άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή μέλλον μου, πήγα να το αγκαλιάσω και να το φιλήσω, αλλά εκείνο, έκανε δυο βήματα πίσω και με έκδηλη την έκπληξη και το φόβο στο πρόσωπό του, με ρώτη σε: «Ποιος είσαι εσύ, δε σε γνωρίζω».

 

Τότε του έδειξα την εικόνα του προπάππου μου, του παπά, που είχα καρφιτσωμένη πίσω από το αριστερό πέτο του φταρνίσματός μου, οπότε με γνώρισε και με σεβασμό με χαιρέτισε και μου φίλησε το δεξί μου χέρι. Το παρακάλεσα να διακόψει από τη διαδήλωση και να πάμε να καθίσουμε κάπου, να κουβεντιάσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα. Το δέχτηκε και μου πρότει νε να πάμε σε ένα υπέροχο μεγάλο κέντρο που ήταν χτισμένο πάνω στο αριστερό μάτι μιας αλογόμυγας και είχε εγκαταστάσεις με πισίνες, πίστες χορού, αίθουσες για φαγητό και ψυχαγωγία. Μέσα σ’ αυτά δου- λεύανε είκοσι ελέφαντες σαν σερβιτόροι, τριάντα πα παγάλοι ως διερμηνείς, άσπρες αρκούδες ως μάγειροι, ενώ χρέη ταμείου έκαναν δυο κουνούπια με πτυχιακές σπουδές στην Καλαμάτα.

 

Εκτός από αυτά υπήρχαν και άλλα ακόμη πιο αλλόκοτα και πιο παράξενα και ακατανόητα για μένα πράγματα και αυτό εξη γείται, φυσικά, λόγω της μεγάλης απόστασης χρόνου, μιλάμε δηλαδή για διακόσες χιλιάδες χρόνια και βάλε. Αισθάνθηκα δηλαδή την ίδια έκπληξη και θαυμασμό, που αισθανόταν πριν τριάντα πέντε χιλιάδες χρόνια ένα ανθρωποειδές ψάρι ή σκουλήκι, όταν του δείχνανε τότε το σύγχρονο άνθρωπο και το περιβάλλον που ζει σήμερα.

 

«Ωραίο το περιβάλλον που με έφερες, είπα στο μέλλον μου, όλο πρωτοτυπία και καινούρια πράγματα, που ούτε είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό μου, ότι μπορούσαν να συμβούν και να υπάρξουν στον κόσμο, που δε ζούμε ακόμα εμείς οι άνθρωποι. Τόσα κτίρια στο μάτι μιας αλογόμυγας!»

 

«Και ακόμα δεν έχεις δει τα πιο σπουδαία. Αλλά μήπως, αν μπορούσες να συγκρίνεις τον κόσμο που υπήρχε πριν πενήντα χιλιάδες χρόνια με το σημερινό, δε θα ’βρισκες ανάλογες διαφορές; Έλα να καθίσουμε τώρα σ’ ένα τραπέζι και θα δεις και άλλα περίεργα που ούτε μπορούσαν να περάσουν ποτέ από το μυαλό και τη φαντασία σου. Γιατί πρέπει να ξέρεις, ότι ο νοήμονος μικρόκοσμος που δημιούργησε τον κόσμο, δεν αναπαύεται στις δάφνες του, αλλά δουλεύει πυρετωδώς και βελτιώνει τον υπάρχοντα κόσμο προς το καλύτερο και κανείς δε γνωρίζει μέχρι που θα τον φτάσει έπειτα από χιλιάδες και εκατομμύρια χρόνια».

 

Καθίσαμε σε ένα τραπέζι για δύο άτομα, που είχε θέα προς την πίστα του χορού και τι λέτε ότι αντίκρισα; Τα κύματα του γιαλού να χορεύουν καλαματιανό με τις μπάμιες, οι ώρες με τους κεραυνούς ταγκό, ένας μαδημένος άγγελος χόρευε μόνος του κλακέτες και το μαρτύριο του Αγίου Φανουρίου ζεϊμπέκικο.

 

«Δεν πάμε να χορέψουμε και εμείς ένα βαλς για να ξεμουδιάσουμε λίγο;» μου πρότεινε το μέλλον μου. Και γω ανταποκρινόμενος στην πρόταση του σηκώθη κα και αρχίσαμε να χορεύουμε ένα σύντομο βαλς.

 

Την ώρα εκείνη μας πλησίασε μια «Πρόληψη» και έκανε νόημα στο μέλλον μου ότι τάχα ήθελε κάτι να του πει. «Σόρυ, μου λέει εκείνο, πάω να δω τι με θέλει και ξαναγυρίζω αμέσως».

 

Εγώ συνέχισα να τρώω το μενού που μας είχαν σερβίρει οι ελέφαντες σε μια μεγάλη πιατέλα που περιείχε ένα φορτίο από λαθρομετανάστριες αλεπούδες γαρνιρισμένες με μαλλί αυγών νυχτερίδας. Αλλά η ώρα περνούσε και το μέλλον μου δεν έλεγε να φανεί. Ανησύχησα και ζήτησα πληροφορίες από τη διεύθυνση.

 

«Έφυγε, μου είπαν, από την πίσω πόρτα μαζί με την «Πρόληψη» και μάλλον δε θα ξαναγυρίσει, γιατί πλήρωσε και το λογαριασμό του μενού».


Ειλικρινά κόντευα να σκάσω από τη στεναχώρια μου και βγήκα προς αναζήτηση του, αλλά εις μάτην. Είχε εξαφανισθεί. Πήγα στην Αστυνομία μην τυχόν και ξέρει κάτι, έβαλα και αγγελίες στις εφημερίδες και έγραφα ότι: «Ο ευρών το μέλλον μου αμοιφθήσεται» αλλά τίποτα. Καμιά είδηση, κανένα σημείο ζωής του.

 

Την άλλη μέρα, γύρω στις είκοσι έξι και μισή, χτύπησε το κινητό μου, ρώτησα ποιος είναι και άκουσα:

 

«Εγώ η Απελπισία σου, με ξέχασες;»

«Έχω καιρό να ακούσω τη φωνή σου και δε σε γνώρισα. Με συγχωρείς. Λέγε μου τι θέλεις;»

 

 

«Η κυρίαρχη στο φως σημασία ζεσταίνει το μελαμψό κορμί του αέρα στη σχάρα και τα στήθη της ομοσπονδίας των αναμνήσεων πάλλονται. Γύρω από την πληγή του δέκα κυριαρχεί η σιωπή και τα λησμονημένα στη νάρκη τους απογεύματα επιστρέφουν στο πρώτο πιστεύω τους. Τα μάτια της τραμουντάνας διαλύονται σε καθρεφτάκια ειδώλων και οι μετάνοιες πίνουν το κώνειο και γίνονται ιέρειες στο ναό του Απόλλωνος.

 

Το γέλιο έμεινε μεταξεταστέο στα μαθηματικά, τα παράθυρα αφήνουν τους σκελετούς τους εκτεθειμένους στα αρπαχτικά της Σαχάρας και ο συναγερμός λήγει από μεριά καλοκαιριού με μια χάνδρα κρεμασμένη στο αυτί του».

 

«Καλά και ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά μπορείς να μου πεις, που βρίσκεται τώρα το μέλλον μου;»

 

«Δεν το βρήκες ακόμα;»

«Όχι βέβαια».

«Είναι μέσα στην εκκλησία του Αγίου Ποταπίου και προσεύχεται για τη σωτηρία του πλανήτη μας, που πρόκειται να δεχτεί επίθεση από διακόσιους κομήτες».

«Και η “Πρόληψη” που έφυγε μαζί του;»

«Το παράτησε και πήγε με άλλον».

Τα άφησα όλα στη μέση και πήγα και το βρήκα να προσεύχεται. Το έπιασα από το αυτί και του φώναξα.

«Αν το ξανακάνεις αυτό άλλη φορά θα σου το βγάλω σύρριζα».

Από τότε το έφερα στο σπίτι μου και το έθεσα σε «κατ’ οίκον περιορισμόν».

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Από το βιβλίο "Διηγήματα και Νουβέλες" - Δεύτερος Τόμος
Εκδόσεις Λεξίτυπον

Διαβάστηκε 236 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(4 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα