Skip to main content

Τρέχων Καιρός

αίθριος καιρός

28°C

αίθριος καιρός

Κολωνάκι

Πρόγνωση 3 Ημερών (Ωριαία)

  • αίθριος καιρός
    Τρί 06:00
    29°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τρί 09:00
    31°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τρί 12:00
    35°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τρί 15:00
    34°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τρί 18:00
    33°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τρί 21:00
    28°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 00:00
    27°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 03:00
    26°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 06:00
    30°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 09:00
    34°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 12:00
    35°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 15:00
    35°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 18:00
    30°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Τετ 21:00
    28°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 00:00
    28°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 03:00
    28°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 06:00
    33°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 09:00
    36°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 12:00
    37°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 15:00
    35°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 18:00
    29°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Πέμ 21:00
    29°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Παρ 00:00
    28°C
    αίθριος καιρός
  • αίθριος καιρός
    Παρ 03:00
    27°C
    αίθριος καιρός
📅 Τρίτη, 15 Ιουλίου 2025
⏰ --:--:--
"ΧΡΥΣΗ ΛΑΣΠΗ" - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
| kiki | Πεζογραφία
Εμφανίσεις: 444

"ΧΡΥΣΗ ΛΑΣΠΗ" - ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ

Ο ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ.

Ποτέ ως τώρα δεν είχε αισθανθεί τόσο έντονη την παρουσία ενός απόντα. Κι ο θάνατος αυτός πήρε τη μορφή τής ατάραχης νύχτας δίχως φεγγάρι, μόνο με αμέτρητα φωτεινά αστέρια που σχημάτιζαν δάκρυα στην ουράνια απεραντοσύνη και στάλαζαν πάνω στο ήδη νοτισμένο χώμα του γλυκού φθινοπώρου.

elisavet-iakovidouΠοτέ πριν στη ζωή της δεν είχε νιώσει αυτό το αδηφάγο χέρι να της σκίζει τα σωθικά κι εκείνη να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να το εμποδίσει. Μόνο το ένιωθε να μπαίνει βαθιά μέσα της και να την πονάει, να την κομματιάζει, κι αυτή η αστείρευτη αγριάδα σταματημό δεν είχε. Κοιτούσε μόνο ψηλά με απόγνωση και μέσα στο αδιάκριτο έρεβος του ουρανού διέκρινε το χέρι μιας γυναίκας που της έγνεφε. Μια μοναδική πηγή ζωής μέσα στο μαύρο παγωμένο θόλο της δικής της ανυπαρξίας. Χαμένη ή κερδισμένη δεν γνώριζε η Καρμελίτα αν ήταν, αλλά η βεβαιότητα πως ο χαμός ενός ανθρώπου που κάποτε αγαπούσε δεν σήμαινε πως είχε χαθεί και η αγάπη που κουβαλούσε μέσα του, κάπως την παρηγορούσε. Αυτή θα παρέμενε ανέγγιχτη από τα λιμασμένα βλέμματα του βλοσυρού θεού που επιβουλευόταν την ύπαρξή της.


Τι αγαπούσε περισσότερο; Το θάνατο που της ξέσκιζε τα σωθικά ή την ελπίδα που έστω και φευγαλέα την έκανε να εκτοξεύεται στα ουράνια, να διαγράφει κύκλους και τροχιές ακατανόμαστες που άλλοι στη θέση της δεν θα τολμούσαν να διανύσουν; Κι όμως αυτή η μισερή, που δεν μπορούσε να στομώσει τ’ αστείρευτα δάκρυά της και τον δυσβάσταχτο πόνο που της κομμάτιαζε τα σωθικά, τολμούσε να διασχίσει τον παράδεισο πριν την κόλαση αυτής της μέρας. Η ερήμωσή της την απέλπιζε πιότερο.


Παγωμένη σιωπή κυριαρχούσε στον κάμπο κι άφταστη ημεράδα. Οι απροσμέτρητα οικείες παραστάσεις δεν της έλεγαν τίποτα. Μόνο η παράκρουση των ανθρώπων που έπαιζαν θέατρο την έκανε να ξεχνά πόσο τελικά κρατούσε αυτή τρομερή κωμωδία. Αυτή η φάρσα που παιζόταν σε βάρος της, εκεί όπου σιγούσε ο δικός της φόβος κι ο θάνατος φάνταζε εφήμερος, πρόσκαιρος σαν τη δική της ζωή, αλλά και προκλητικός που δεν έκανε με τίποτα πίσω. Την κρατούσε και την ίδια στον χορό των αστεριών, αρκεί ν’ άφηνε το βλέμμα της να περιδιαβαίνει στο άπειρο. Ένιωθε αδυσώπητα απόμακρη.


Ήταν πεσμένη πάνω στο κορμί του και τα ξέπλεκα μαύρα εβένινα μαλλιά της κάλυπταν το ματωμένο του πρόσωπο, σα να ήθελε να κρύψει την ασχήμια του παραμορφωμένου προσώπου ή να σκουπίσει τα αίματα για να φανεί και πάλι η ομορφιά του. Πού και πού σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει τον ουρανό, μια μορφή μετάνοιας αλλά και ικεσίας παράλληλα, εκλιπαρώντας για την τελευταία ελπίδα. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο σπαράγματα από όνειρα και σκιές, από χρώματα που βιάστηκε να σβήσει για να μην πουν την αλήθεια που μόνο αυτή γνώριζε. Η δικιά της οδυνηρή αλήθεια, η αγωνία της η ασθμαίνουσα, σαν την αγωνία του κύματος που θραύεται, το καθημερινό της ξεστράτισμα, τα συντρίμμια της ζωής της.


Γιατί τελικά οι αλήθειες την πονούσαν περισσότερο κι από το πεθαμένο κορμί του Γκόριαν; Κουβαλούσε κι αυτή τις πληγές και τις ωδίνες της που την συντρόφευαν αυτές τις δύσκολες ώρες.


Πεσμένη επάνω του μοιραζόταν τις τελευταίες στιγμές του, λίγο πριν εκπνεύσει η ώρα του τέλους, του παγώματος του αίματος. Ήταν ακόμα ζεστός, σα να της μιλούσε, επικοινωνούσαν τα κορμιά τους μέσα σε μια επιθανάτια ερωτική μέθεξη που μεταλάμβαναν εκείνη τη μοναδική στιγμή.


Ξάφνου αφουγκράστηκε έναν αλλόκοτο θόρυβο, κάτι που ξένισε τ’ αυτιά και τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της. Ξεκόλλησε με βία από πάνω του κι όρθωσε το κορμί της με τα χέρια ανοιχτά σε θέση απέραντης απελπισίας, μια ιέρεια στη διαδικασία των ικεσιών, απλώνοντας το υγρό της βλέμμα στον απέραντο κάμπο που σιγούσε κάτω από το φως των αστεριών. Ξάστερη και καθάρια νυχτιά σαν εκείνες τις καλοκαιρινές που ξάπλωναν πάνω στο βρεγμένο από την υγρασία γρασίδι σφιχταγκαλιασμένοι, ριγώντας από πόθο κι έρωτα. Έκανε μια κίνηση με το χέρι να παραμερίσει τις τούφες των μαλλιών που της έκρυβαν τάχα μου τ’ αυτιά, σαν να ήθελε ν’ ακούσει καλύτερα αυτούς τους άτακτους θορύβους των πλασμάτων, ή μήπως το μεγάλωμα του χορταριού που πρασίνιζε κάτω από τις σταγόνες της φθινοπωρινής βροχής, ή μήπως τους γνώριμους ήχους της τελευταίας της ελπίδας;


Η ζωή της, γλυκό και πικρό φθινόπωρο μαζί, με λιγοστά διαλείμματα θέρους και μεγάλα σκληρά διαστήματα βαρύ χειμώνα. Με χιόνια κι άλιωτους πάγους. Με τους βοριάδες να φυσομανούν λυσσαλέα και να διαπερνούν τις λαμαρίνες στις παράγκες. Τα πρόχειρα στημένα τσαντίρια στον καταυλισμό, που επιβουλεύονταν σαν άσπονδοι εχθροί τη σωματική ακεραιότητα των ψυχών, με μηδαμινή ζεστασιά μόνο στην καρδιά τους, καραδοκούσαν πέρα από τις εποχές με πενιχρά μέσα για την επιβίωση. Οι καταυλισμοί τους, παραδομένοι στην κάψα του καλοκαιριού και στους μανιασμένους αέρηδες του χειμώνα. Μόνο η πανούργα η άνοιξη κρυφόκαιγε με τα πιτσιρίκια στα λασπόνερα και χρύσιζε τη λάσπη που είχε συγκεντρωθεί από τους πάγους και τα χιόνια που έλιωναν. Αχ, αυτή η λάσπη που έμπαινε μέσα στα σπίτια τους! Μαύρο κατράμι τον χειμώνα, παρασυρμένη από τα καρβουνιάρικα της περιοχής. Κόκκινη το φθινόπωρο, από τα σφαγεία που ήταν σπαρμένα απειλητικά ένα γύρο. Κίτρινη κι αποπνικτική το καλοκαίρι, από τον καυτό αδυσώπητο ήλιο που παραφύλαγε στα παιχνίδια τους. Κι εκτυφλωτικά χρυσή την άνοιξη, που αντιφέγγιζε στα πρόσωπα των μελαψών πιτσιρίκων με τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια που βουτούσαν μέσα σ’ αυτήν.


Δεν τις ένοιαζε τις μανάδες να τ’ αφήνουν να βοσκούν με μέρα ολάκερη στα χαρακώματα της δικής τους καθημερινής μάχης για τον επιούσιο, για ένα σταθερό μέτρο γης σ’ αυτήν την αδούλωτη γη που δεν τους ανήκε.


Αφουγκραζόταν η Καρμελίτα, κι εκεί που νόμιζε ότι θα παραδινόταν στη μοίρα της και θα φορτωνόταν το άψυχο κορμί του συντρόφου της μέχρι να φτάσει στον καταυλισμό που απείχε μίλια μακριά, εκεί που έδη ένιωθε το βάρος του να της τσακίζει το κορμί, εκεί βαθιά, πολύ βαθιά όπου συναντιούνται οι γραμμές των οριζόντων, άκουσε έναν θόρυβο, ένα σύρσιμο, κάτι σαν να κυλούσε. Δεν είδε τίποτε, αλλά άκουγε τώρα πιο ευδιάκριτα τον θόρυβο και πετάρισε η ψυχή της. Σε λίγο τον εντόπισε – όλα ακόμα ωστόσο αόρατα - , έχοντας την ελπίδα της επικεντρωμένη σ’αυτό το έντονο τώρα άκουσμα.


Ναι, ήταν η ρόδα του κάρου, το γνώριζε τόσο καλά αυτό το άκουσμα, ήταν αναπόσπαστα δεμένο με τη ζωή της. Το είχε νιώσει κάποτε και στο πετσί της, όταν κοριτσάκι ακόμα πέρασε η ρόδα του κάρου από πάνω της, αφήνοντάς της ωστόσο μόνο πληγές που με τα χρόνια μετατράπηκαν σε μελανές ραβδώσεις. Σαν να την είχαν μαστιγώσει. Στην πλάτη κυρίως, γιατί αν ήταν στην κοιλιά, ίσως και να μη ζούσε πια.


Τέντωσε τ’ αυτιά της καλύτερα, σίγουρα δεν έκανε κανένα λάθος, ερχόταν ένα κάρο προς το μέρος τους. Προσπάθησε να το διακρίνει στο μαύρο σκοτάδι, κι ενώ στην αρχή όλα ήταν τόσο μαύρα κι αστάθμητα, άρχισαν ξάφνου να παίρνουν μορφές κάτω από το φως των αστεριών που τρεμόπαιζαν και λικνίζονταν χαρούμενα στις στέγες του στερεώματος. Είδε κι ένα πεφταστέρι και πρόφτασε να κάμει μια ευχή. Διέγραψε μια μικρή τροχιά και προσγειώθηκε στη γη. Το θεώρησε καλό οιωνό. Άραγε βρήκε το αστέρι μια θέση στη γη; Γιατί αυτή δεν είχε ακόμη στεριώσει. Ολάκερη η ζωή της δεν είχε στέριωμα παρά μόνο ένα αδιάκοπο φευγιό.


Άρχισε να κουνάει τα χέρια της σαν απελπισμένες φτερούγες πουλιών που αργοπεθαίνουν και δεν μπορούν πια να πετάξουν. Ήταν σίγουρη πια ότι κι αυτή είχε λουστεί από το φως και τα χρώματα της σελήνης. Ήταν πλέον ευδιάκριτη όπως κι αυτοί που την σίμωσαν. Το ριζικό της ήταν γραμμένο, της το είχε δείξει η μπάμπω της λίγο πριν πεθάνει.

 

 

 

Ελισάβετ Ιακωβίδου
Συγγραφέας

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Χρυσή λάσπη»
«Άνεμος» Εκδοτική – Αθήνα 2014

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»