Τις πόλεις τους βομβάρδισαν, κατάστρεψαν τα σπίτια
ρήμαξαν τα χωράφια τους, το βιος, ελιές κι αμπέλια,
σχολιά, τζαμιά, την αγορά, τις εκκλησιές τους κάψαν.
Νοσοκομεία, μαγαζιά, χαλάσματα, ερείπια.
Οι ίδιοι πάλι οργάνωσαν κι εξόπλισαν κακούργους
που κλέψαν πετρελαιοπηγές, γυναίκες και παιδάκια.
Ξένοι και ντόπιοι Δυνατοί επέβαλαν τα πιόνια,
τους κυβερνήτες τούς πιστούς και τούς προσκυνημένους.
Καμιά σαρανταπενταριά θε `ναταν νοματαίοι
που νύχτα ξεκινήσανε για μακρινό ταξίδι.
Μια νύχτα θεοσκότεινη περάσανε για μέρα
τ` Απριλομάη δροσερή, όμορφη, μυρωδάτη.
Παππούδες φεύγαν και γονείς, νύφες, παιδιά, εγγόνια,
ξαδέρφια φτάσαν κι ανιψιοί, δυο φίλοι, τρεις κουμπάροι.
Αφήσαν πίσω ρημαδιό και τους αποθαμένους,
τύχη ελπίζοντας να βρουν στα μακρινά τα ξένα.
Στη Γερμανία λεν να παν, άλλοι για Σουηδία,
χωρίς να ξέρουν οι πολλοί, ούτε κατά που πέφτουν.
Μέρες φτάσαν αργότερα στα σύνορα και μπήκαν
στη χώρα που θα άνοιγε της θάλασσας το δρόμο
για τη Ευρώπη την τρανή, τ` όνειρο την ελπίδα.
Τους πήρανε τα χρήματα, βέρες και σκουλαρίκια,
τους στοίβαξαν όλους μαζί μέσα σε μια βαρκούλα
κι αντίπερα βρεθήκανε μπροστά σ` ένα νησάκι.
Δεν πρόλαβαν να το χαρούν, ούτε να καταλάβουν
πώς βρέθηκαν μες το νερό κι άρχισαν να βουλιάζουν.
Είδαν μονάχα δυο απ` αυτούς, τους διακινητές τους,
να τους αφήνουν μοναχούς στο έλεος της μοίρας
με τη δική τους μαχαιριά, πισόπλατα, στη βάρκα.
Όσο να τρέξουν στην ακτή οι ντόπιοι, οι νησιώτες
να πέσουν μέσα στο νερό, σωσίβια να ρίξουν,
είχανε χάσει τη γιαγιά, τη Τζεμιλέ, την Άννα
που ήταν ετοιμόγεννη και τον μικρό Μοχάμετ.
Βγήκανε βάρκες στο γιαλό και πλοία να τους σώσουν.
Νέοι βούτηξαν κι άρπαξαν πέντε έξι πριν πνιγούνε.
0ι τρεις γριούλες του νησιού, στα γερασμένα μπράτσα,
δύο παιδιά κι ένα μωρό άρπαξαν με λαχτάρα.
Τ` αλλάξανε, τα ντύσανε, τους στέγνωσαν το δάκρυ,
νερό να ξεδιψάσουνε φέραν και φρέσκο γάλα.
Πιάσαν τραγούδια της δικιάς, της μακρινής πατρίδας
που χάθηκε πάει καιρός, κοντά ένας αιώνας.
Γλυκά τ` αποκοιμίσανε ώσπου να βρουν τις μάνες,
έναν δικό τους άνθρωπο, να τους τα παραδώσουν.
Κάναν βδομάδες στο νησί υπομονή, κουράγιο
οι νιοφερμένοι, με πολλούς που `χαν την ίδια μοίρα,
ξέμπαρκοι εδώ από καιρό, κι` ακόμα περιμέναν.
Άλλους τους είπαν πρόσφυγες και άλλους μετανάστες,
σε άλλους έδωσαν χαρτιά, πολλούς γύρισαν πίσω.
Οι λίγοι που απόμειναν, κάπου κοντά στους δέκα,
ρότα για την πρωτεύουσα βάλαν και την Ευρώπη.
Στοιβάχτηκαν κακήν, κακώς σε πάρκα και πλατείες,
περπάτησαν μέρες πολλές στην κάψα, στο λιοπύρι.
Κατόπιν πιάσανε βροχές και φοβερός αέρας,
πέσαν αρρώστιες, πυρετός, τρεμόσβυνε η ελπίδα.
Κάποτε βρέθηκαν μπροστά στα νέα σύνορά τους.
- Να τη τους είπανε, εκεί, βλέπετε την Ευρώπη.
- Καλά, ρώτησαν κλαίγοντας, Ευρώπη εδώ δεν είναι;
- Είναι ο Νότος, για Βορρά εσείς βάλατε ρότα.
Έτρεξαν, έφτασαν κοντά και πέσανε σε φράχτη
που αλυχτούσανε σκυλιά, ουρλιάζανε φαντάροι.
- Πίσω, θα σας τσακίσουμε κλέφτες και λωποδύτες
τεμπέληδες, ανίκανοι, χωρίς στον ήλιο μοίρα.
Εσείς δε θα βρομίσετε τον όμορφο μας τόπο.
Χτυπούσαν, ρίχναν χημικά μαζί και καμιά σφαίρα.
- Γυρίστε στην πατρίδα σας, καταραμένη φάρα.
Πολλοί καθίσαν καταγής, στην προσευχή το ρίξαν,
άλλοι χάσαν το μπούσουλα, τους πήρε μαύρο κλάμα.
Παράμερα μαζεύτηκε μία μικρή παρέα.
Δυο τρεις άρχισαν να μιλούν με μάτια φλογισμένα
με λόγια π` άγγιζαν καρδιές, έστελναν την ελπίδα
σε νιους και νιες και καναδυό λίγο πιο γερασμένους.
Ένας εργάτης τόλμησε να πει λόγια σταράτα.
- Φταίχτης ο καπιταλισμός, το σύστημα που λένε.
- Ο πόλεμος, μόνο αυτός, φώναξαν παραδίπλα.
- Ίδιο κακό αυτά τα δυο, το ένα φέρνει τ` άλλο,
ακούστηκε γλυκιά η φωνή μιας νεαρής δασκάλας.
Μοιράστηκαν τα όνειρα για έναν άλλο κόσμο,
χώρα να ζουν ειρηνική που θα `πρεπε να φτιάξουν
απ` τα συντρίμμια, ξαναρχής, να τους χωράει όλους,
στο μέλλον ναι, στο κοντινό, σε τούτη `δώ την πλάση,
της γης ν` απολαμβάνουνε τις ομορφιές, τα πλούτη
να κυβερνούνε οι Λαοί, το Δίκιο, η Αγάπη.
Κυριακή Γεροζήση
Ποιήτρια-Συγγραφέας
Mέλος της "Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών"