ακούμπησαν τα χρώματα της γης
ζωγραφίζοντας, στη ράχη των βουνών
με γαλάζιο φωτοστέφανο
μικρά ξωκλήσια.
Του άγουρου πόθου το κορμί
μελαχρινών κοριτσιών,
σπρώχνει στα βράχια τη θάλασσα
ανάβοντας, σκουριασμένους φαροδείχτες
με κρυφοκοιτάγματα και αλατιού σταγόνες.
Στο ιδρωμένο καταμεσήμερο
φορώντας ψάθινο καπέλο
τραγουδώντας μπαλώνει ο ήλιος
τα δίχτυα των ψαράδων.
Στις ανεμοδαρμένες πλαγιές τον μελτεμιών
με τα μικρά λιοστάσια
και των αμπελιών τα σκορπισμένα φύλλα
μετρώντας,
μαζεύει αλατισμένα χρώματα το δειλινό
απ τα πλευρά της βάρκας.
Αστράφτει η θάλασσα με μυρωδιά ταβέρνας
και παγώνει το ποτήρι στο φεγγαρόφωτο,
ανάβοντας μικρές, παιχνιδιάρες γοργόνες,
στο καλοκαιριάτικο λεπτό,
σεντόνι του ουρανού.
Τέλος συζήτησης
Κων/νος Βολάκης
Ποιητής