Ήταν ο καιρός της άμπωτης
κι εγώ προσάραξα σ' έν' ακρογιάλι άγνωρο'
βιολί σπασμένο, άχορδο
με μια σιγησμένη φωνή
και δυο δακρυσμένα μάτια.
Στων ονείρων το ξάγναντο
απόκαμα να σε ψάχνω.
Στην εσχατιά της γης
εξαργύρωσα τις ελπίδες μου
που ποτέ δεν γίνηκαν αλήθεια.
Τώρα πια βάζω τις λέξεις στη σειρά
και παλεύω να σε στοιχειώσω σ' ένα ποίημα.
- Δος μου ένα χαμόγελο, μου λες
κι εγώ απορώ που λάθεψες και δεν είδες
πόσα γεννιούνται στα χείλη μου
κάθε που τα μάτια σου χαϊδεύουν τη γραφή μου.
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
Ποιήτρια - Λογοτέχνης
21/10/16