Έτσι αγάπησα πολύ της λεύκας τ’ ασημένιο,
το αστραφτερό το φύλλωμα, το αηδονολάλητο,
που τραγουδούσε στο νοτιά και στον τρελό Σιρόκο.
Μα ήλθε ο Χειμώνας κι ο χιονιάς
και σκόρπισαν τα φύλλα, έρμαια, θρύψαλα ξερά
στ’ αγέρα το θυμό.
Κι έμεινε η λεύκα ορφανή με τα θλιμμένα κλώνια
να υψώνονται σπαρακτικά ψηλά στον ουρανό.
Την ομορφιά την πρότερη εκούρσεψε ο χρόνος,
φρούδες ελπίδες, χάθηκαν τα φύλλα τ’ ασημιά!
Τ’ άρπαξε στο ταξίδι του εκεί π’ ουρλιάζει ο πόνος,
λάφυρα, κάποιο δειλινό του άσπλαχνου βοριά!
Κι εχθές καθώς αντίκρυσα γυμνά τα λιανοκλάδια,
αχ, ξάφνου πως λαχτάρησα
τα κρύα ετούτα βράδια,
τα όνειρα που από παιδί μου χάρισε η ζήση,
μη γίνουν ανεμοκραυγές στης νύχτας τα σκοτάδια,
τι το Χειμώνα το σκληρό
τον είχα αψηφήσει.
Μην απομείνω μια νυχτιά χωρίς τα όνειρά μου,
ωσάν της λεύκας τα τρελά τα χαρωπά τα φύλλα,
που σκόρπισε άξαφνα μακριά απρόσμενος βοριάς!
Νίκος Ταβουλάρης
Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος
Πρόεδρος της «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ»
Από την Ποιητική Συλλογή «Με τα φτερά του ανέμου»
Εκδόσεις Αμαρυλλίς 2007