στο Βόσπορο σ’ ένα στενό όπου περνούν τα πλοία
κι έρχονται ’πο τον Εύξεινο με διάφορα φορτία
κι όποιο δε συμμορφώνεται αμέσως να βουλιάζει
και εις τη Βασιλεύουσα πλοίο να μην πλησιάζει
να στερηθεί τη θάλασσα κι από στεριά να μείνει
αποκλεισμένη κι έρημη σα λείψανο να γίνει
και την κατάλληλη στιγμή να πέσει σαν το μήλο
στάχτη κι αλεύρι να γενεί στης συφοράς το μύλο.
Κι όταν δυο πλοία έμφορτα από τη Βενετία
τον έλεγχο αρνήθηκαν μία ομοβροντία
από κανόνια βούηξε το ένα σταματάει
χτυπήθηκε και δεν μπορεί άλλο να προχωράει
οι ναύτες συλλαμβάνονται δεμένοι προχωράνε
και εις το Διδυμότειχο την άλλη μέρα πάνε.
Το Ρίτζο που ’ταν πλοίαρχος πιάνουν και τον σουβλίζουν
και έντρομοι οι ναύτες του καθώς τον αντικρίζουν
να σπαρταρά εις το σουβλί χωρίς και να πεθαίνει
και η ψυχή του στο κορμί αιμόφυρτη να μένει
παρακαλούν το δήμιο να μην τους σε σουβλίσει
αλλά με το μαχαίρι του να τους καρατομήσει
τη φρίκη π’ αντικρίζουνε να μην την υποστούνε
και σαν μια χάρη το ζητούν ν’ αποκεφαλιστούνε.
Μ’ απάντηση δεν παίρνουνε κι ο Ρίτζο σπαρταράει
κοιτάζει τους συντρόφους του το θάνατο ζητάει
να πάψει το μαρτύριο ο πόνος να κοπάσει
και η ψυχή του λεύτερη στον ουρανό να φτάσει.
Μα στέκονται ανίκανοι βοήθεια να του δώσουν
απ’ το βασανιστήριο το σώμα του να σώσουν
αγωνιούν και απορούν για τη δική τους μοίρα
αφού ποτέ δεν είχανε μια τέτοιου είδους πείρα.
Και σαν ο Ρίτζο πέθανε και βγήκε η ψυχή του
και στα σκυλιά πετάξανε το άψυχο κορμί του
τους διάταξε ο δήμιος να σκύψουν το κεφάλι
και ένα-ένα τα ’κοψε με άνεση μεγάλη.
Στη Βενετιά οι άρχοντες ήπιαν πικρό φαρμάκι
σαν έμαθαν πως σούβλισαν το Ρίτζο σαν αρνάκι
αλλά δεν ήταν έτοιμοι να αναλάβουν δράση
και άφησαν το γεγονός ήσυχα να περάσει.
Αλλά κι ο Αυτοκράτορας είχε ανησυχία
κι απεσταλμένους έστειλε για μια διαμαρτυρία
αφού τα μέτρα έσφιγγαν γύρω από την Πόλη
και ήταν σα να του ’ριχναν στο πρόσωπο βιτριόλι.
Απεσταλμένους έστειλε να παν να συναντήσουν
εις την Ανδριανούπολη το λόγο να ζητήσουν
απ’ το Σουλτάνο που ’μελλε όλα να τ’ αθετήσει
κι από τις συμφωνίες τους καμιά να μην τηρήσει.
Τους δέχτει με χαμόγελο και σαμουσά τους δίνει
χωρίς καν να υποψιαστούν σε λίγο τι θα γίνει
κι ενώ ετοιμαζόντουσαν ν’ αρχίσουν συζητήσεις
και όσες του ζητούσανε να δώσει εξηγήσεις
διάταξε να τους δέσουνε τα πόδια και τα χέρια
και πίσω τους να κάτσουνε στρατιώτες με μαχαίρια
κι είπε μ’ ένα χαμόγελο που έσταζε φαρμάκι
και με μια φάτσα που ’μοιαζε στη μύτη με γεράκι
ότι στον Αυτοκράτορα γι’ απάντηση θα στείλω
τις κεφαλές σας αύριο και θα του παραγγείλω
πως τέλειωσαν τα ψέματα και κείνο που γυρεύω
είναι την Πόλη στο εξής εγώ να διαφεντεύω
να πάρει την πραμάτεια του και στην οργή να πάει
και στο εξής την Πόλη του άλλος θα κυβερνάει.
Οι κεφαλές τους άρχισαν να πέφτουν μία-μία
σημάδι πως ξεκίναγε μια νέα τραγωδία.
Η Γένοβα ανάστατη στη Βενετία σάλος
στης Πόλης τα ανάκτορα ο φόβος πιο μεγάλος
όλοι μιλούν για πόλεμο για προσβολή μεγάλη
και νιώθουν τρόμο στην καρδιά και στο κεφάλι ζάλη
μα δεν τολμούνε ανοιχτά πόλεμο να κηρύξουν
το νεαρό αντίπαλο στη θάλασσα να ρίξουν
γιατ’ έχει δυνατό στρατό και πιο πολλά κανόνια
στόλο μεγάλο δυνατό και δε φοβάται χιόνια.
Αντίθετα τους προκαλεί και τους προπηλακίζει
και όταν τον πλησιάζουνε το θάνατο σκορπίζει.
Στέρνει ο Αυτοκράτορας στη Δύση και ζητάει
βοήθεια να του στείλουνε θερμά παρακαλάει
βλέπει στιγμή από στιγμή τους Τούρκους να ορμήσουν
και πως τη Βασιλεύουσα θα ’ρθουν να κατακτήσουν.
Μα όλοι τους διστακτικοί να αναλάβουν δράση
και του Σουλτάνου το στρατό η Δύση να δαμάσει.
Για να τους πείσει πιο πολύ και να τους συγκινήσει
τους γράφει ότι τελικά έχει αποφασίσει
να τηρηθεί το διάταγμα κι όλες οι συμφωνίες
για ένωση εκκλησιών χωρίς αργοπορίες.
Όμως απάντηση καμιά παντού πυκνό σκοτάδι
την ώρα που ανοίγανε οι φυλακές του Άδη
την Πόλη στα κατώγια τους όμηρο να κρατήσουν
κι απ’ τα βιβλία των γραφών με το σπαθί να σβήσουν.
Μονάχα μια εξαίρεση σαν άστρο ανατέλλει
που δε φοβάται κι αψηφά του θάνατου τα βέλη
και παίρνει την απόφαση να πα να πολεμήσει
τον όρκο του προς το Χριστό ακέρια να τηρήσει
να πέσει για την πίστη του και για την εκκλησία
και το κορμί του στο Χριστό να δώσει για θυσία.
Έλληνας στην καταγωγή στο Κίεβο διαμένει
προστάτης του Χριστιανισμού κι άλλο δεν περιμένει.
Είναι ο Καρδινάλιος Κιέβου και Ρωσίας
του Πάπα αντιπρόσωπος κι όλης της εκκλησίας.
Συνάζει μία δύναμη από δεινούς τοξότες
διακόσιους τον αριθμό αληθινούς ιππότες
και ξεκινάει άμεσα να πα να πολεμήσει
κι όσο του είναι δυνατό την Πόλη να βοηθήσει.
Με πλοία γενοβέζικα μέσα στην Πόλη μπαίνει
του παλατιού επίσημος τις σκάλες ανεβαίνει.
Συμβολική η δύναμη μα έμοιαζε σαν φάρος
που θα ’λαμπε στη σκοτεινιά και θα ’δινε το θάρρος
σ’ αυτούς που θα πολέμαγαν για την ελευθερία
και με το αίμα θα ’γραφαν μια νέα ιστορία.
Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Απόσπασμα από το ποίημα "Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ"
Εκδόσεις Λεξίτυπον-2017