ωσάν τα όρνια πέσανε πάνω τους να τους φάνε
και όλοι όσοι έφευγαν οδύνες να μετράνε.
Τους γέρους τους σκοτώσανε και τα μωρά τα σφάζαν
και δεν τους ενδιέφερα όσο και να στενάζαν.
Έξι χιλιάδες διάλεξαν όλους να τους πουλήσουν
στης γης τα σκλαβοπάζαρα και γρόσια να κερδίσουν.
Βίαζαν τις γυναίκες τους μα όλα τα αγόρια
διέταξε ο Πορθητής να τα κρατήσουν χώρια
για να γινούν γενίτσαροι και να αναπληρώσει
όσους οι αμυνόμενοι του είχανε σκοτώσει
να μη θιγεί το στράτευμα απ’ την αιμορραγία
να μείνει αξιόμαχο στου χρόνου την πορεία.
Στο τέλος εννιακόσια του μάζεψαν στην άκρη
κι αν έτρεχε της μάνας τους μαύρο πικρό το δάκρυ
καθόλου δεν τον ένοιαζε δεν τον απασχολούσε
αρκεί πως τον συνέφερε και ότι το μπορούσε.
Όμως μια μάνα δύστυχη κρατώντας το παιδί της
σφιχτά μέσα στα χέρια της και μέσα στην ψυχή της
αρνιόταν να υποταχθεί και να το παραδώσει
το σπλάχνο της επί σφαγή στον τύραννο να δώσει.
Αλλά ένας γενίτσαρος με βία της τ’ αρπάζει
κι αυτή απ’ την οδύνη της με σπαραγμό φωνάζει:
«Όχι, όχι, μη μου το παίρνετε πάρετε την ψυχή μου
και σ’ έναν τάφο βάλετε το άψυχο κορμί μου.
Δε γέννησα βρικόλακα ανθρώπους για να σφάζει
να γίνεται κανίβαλος γυναίκες να βιάζει
το γέννησα το βύζαξα να το ’χω στο πλευρό μου
αγίασμα στο σπίτι μου στον κόρφο φυλαχτό μου.
Σε παίρνουνε αγόρι μου στολίδι της καρδιάς μου
χαμόγελο στα χείλη μου λουλούδι της χαράς μου.
Της λησμονιάς το όνειδος σε λίγο θα σου δώσουν
αιμοσταγή τετράποδο να σε μεταμορφώσουν
να μη θυμάσαι άλλο πια μάνα ούτε πατέρα
σε άλλη γη να περπατάς άλλον να ’χεις αέρα
εκεί που οι βρικόλακες στήνουνε πανηγύρι
και πίνουν αίμα της καρδιάς αντί να πίνουν γύρη.
Τον τρόμο να ’χεις για Θεό τον τύραννο πατέρα
και το λυγμό της συφοράς παντοτινή μητέρα
για να σε βασανίζουνε το αίμα σου να πίνουν
κι οι μητρικές σου θύμισες αγρίμια θα γίνουν
να σου δαγκώνουν την καρδιά τις σάρκες σου να τρώνε
πανάκριβο αγόρι μου και της ψυχής μου κλώνε.
Σε γέννησα αγόρι μου και ήσουν η χαρά μου
και τώρα που μεγάλωσες γίνεσαι συφορά μου.
Σπαράζει η καρδούλα σου αηδόνι πληγωμένο
στης φρίκης τ’ άγρια κύματα καράβι τσακισμένο
αθώα η ψυχούλα σου λευκή σαν περιστέρι
τσακάλι θα σε κάνουνε και δίκοπο μαχαίρι
να σφάζεις να λεηλατείς γυναίκες να βιάζεις
χωρίς καθόλου να πονάς ούτε ν’ αναστενάζεις.
Θα σε μεταμορφώσουνε από ανθό σ’ αγκάθι
να ξεριζώνεις όνειρα και να σκορπάς τα πάθη.
Για λίγ’ ακόμη σε θωρώ και το μυαλό μου χάνω
η λογική μου σάλεψε δεν ξέρω τι να κάνω.
Κάλλιο ’χα να σε δω νεκρό να σε νεκροφιλήσω
μέσα στου πόνου τη φωτιά μαζί και ’γώ να σβήσω
παρά μια μέρα να σε δω τ’ αδέρφια σου να σφάζεις
σαν αγριεμένη λύκαινα και να το διασκεδάζεις.
Νεκρό δεν είσ’ αγόρι μου μα ζωντανό πεθαίνεις
και στην καρδιά της μάνας σου έτσι θα παραμένεις
για να τη δέρν’ η συφορά και να τη βασανίζει
να τη χτυπάνε κεραυνοί και πάντα να δακρύζει.
Ποτέ σου δε θ’ αξιωθείς να πάρεις το φιλί μου
πικρό φαρμάκι και χολή θα ρίχνεις στο κορμί μου.
Πως θα μπορέσω σπλάχνο μου για να σε λησμονήσω
και τη φωτιά που μ’ άναψαν απ’ την ψυχή να σβήσω;
Πάντοτε θα σε νοσταλγώ ο πόθος θα με καίει
και η φτωχή μου η καρδιά παντοτινά θα κλαίει.
Πώς να σου δώσω την ευχή αγόρι μου να σφάζεις
τη μάνα, τα αδέρφια σου και να το διασκεδάζεις;
Ο σπαραγμός θα ’ναι διπλός λίμνη το δηλητήριο
ασήκωτο κι αβάσταχτο του πόνου το μαρτύριο
όταν θ’ ακούω κάποτε τα κατορθώματά σου
να σφάζεις να λεηλατείς ανθρώπους της γενιάς σου
και να μη νιώθω σπαραγμό ντροπή που να με λιώνει
κι ο χάρος το ξημέρωμα να μ’ αποτελειώνει;
Στριφογυρίζω τη ματιά να δω το πρόσωπό σου
με αναμμένα κάρβουνα φορτώνουν το μυαλό σου
για να το κάψουν στη φωτιά να πάψει να θυμάται
μέδουσες να το τυραννούν τη νύχτα που κοιμάται.
Φεύγεις και ’γώ πια δεν μπορώ να σ’ αποχαιρετήσω
το μάγουλό σου το ζεστό να ’ρθω και να φιλήσω
προτού σε κάνουν μια οχιά φίδι για να δαγκώνεις
κι όταν πλησιάζεις Χριστιανό να τόνε θανατώνεις.
Κοντά σου πάντα ένιωθα χαρά κι εμπιστοσύνη
τώρα σαν πτώμα άψυχο καίγομαι στο καμίνι.
Πήρανε τον πατέρα σου να τον πουλήσουν σκλάβο
και ’γώ στου τάφου το βυθό τα όνειρά μου θάβω
αφέντες να υπηρετεί και την ντροπή να πίνει
ολημερίς να κολυμπά στου σπαραγμού τη δίνη.
Η θύμηση να γίνεται φίδι να τον δαγκώνει
το δηλητήριο να ρουφά και να τον μαραζώνει.
Ψηλό βουνό στον ώμο μου του χωρισμού η λύπη
με τύφλωσε η σκοτεινιά και το κουράγιο λείπει.
Άνοιξ’ ο πόνος τα πανιά και σαν ποτάμι τρέχει
μ’ οδύνες και καυτό νερό το σύννεφο με βρέχει.
Με όση δύναμη μπορεί φωνάζει η καρδιά μου
και πνίγει την ανάσα μου η μαύρη συφορά μου.
Είχα ’να δώρο του Θεού και τώρα δε μ’ ανήκει
ξυπνάνε οι βρικόλακες και με ποτίζουν φρίκη
μια νύχτα αιμοστάλαχτη τραβά τα σωθικά μου
και οι λυγμοί της συφοράς τραβάνε την καρδιά μου
να τήνε ξεριζώσουνε και να τη διαμελίσουν
κι όσες ελπίδες μου ’μειναν με το λυγμό να σβήσουν.
Όπου στον κόσμο πυρκαγιά πέφτω για να με κάψει
και η καρδιά μου δήλωσε το χτύπο της θα πάψει.
Ο φόβος μου ξεσάλωσε και με κρατά δεμένη
και στη γωνιά ο χάροντας είναι και περιμένει
για να μου πάρει την ψυχή να μ’ απελευθερώσει
από του πόνου τα καρφιά φαρμάκι να μου δώσει.
Η ξαστεριά για τυχερούς η σκοτεινιά για μένα
τύχη τα βόλια έριξες και χτύπησες και μένα.
Ρίχνω τριγύρω μια ματιά και μόνο φρίκη βλέπω
μέσα στου βούρκου τη βρωμιά σαν το σκουλήκι έρπω.
Δέκα φορές με βίασαν γενίτσαροι και τώρα
βυθίζομαι στα τάρταρα με πάγωσε η μπόρα
στης καταισχύνης τα καρφιά με ’χουν και περπατάω
με αλυσίδες με τραβούν δεν ξέρω πού πατάω.
Σα μια κηδεία θλιβερή φαντάζει τούτ’ η μέρα
έρχετ’ η μαύρη σκοτεινιά μου κόβει τον αέρα
να αναπνεύσω δεν μπορώ χάνω τα λογικά μου
σαν το σκουλήκι σέρνομαι μέσα στη συφορά μου.
Αγγέλοι γύρω μου πετούν να με παρηγορήσουν
τη λογική που σάλεψε μήπως και την κρατήσουν.
Οι μαρασμοί με σφάζουνε παντού ακινησία
Θεέ μου γιατί μου ’στειλες αυτή την τιμωρία;
Κάλλιο όταν το γέναγα και τ’ άνοιγα τα μάτια
να έριχνες τον κεραυνό να με ’κανες κομμάτια
να μη γινότανε ποτέ τροφή για τα κανόνια
κι οι μοίρες να μας έκλειναν τα μάτια μας αιώνια
παρά μια μέρα να το δω τ’ αδέρφια του να σφάζει
σαν τέρας λυκοκέφαλο και να το διασκεδάζει.
Απλώνεται η σκοτεινιά με τυραννά η λύπη
και μου σπαράζει την καρδιά τ’ αγόρι που μου λείπει.
Σίδερο κάνω τον καημό μήπως και σταματήσω
να χύνω μαύρα δάκρυα και να το λησμονήσω
μα έρχονται οι θύμησες φαρμάκι να μου δώσουν
να μου τραβήξουν την καρδιά και να την ξεριζώσουν
εκείνη αντιστέκεται δε θέλει να πεθάνει
πέφτει στη λάβα καίγεται ο θάνατος δε φτάνει.
Βλέπω κι άλλους γενίτσαρους να έρχονται κοντά μου
να με βιάσουνε ξανά και να με ρίξουν χάμου
και ’γώ ζητώ δυο άγγελους να έρθουν να με σώσουν
να με ελευθερώσουνε προτού να με σταυρώσουν
αλλά κανείς δεν έρχεται με ’χουν εγκαταλείψει
μα ούτε ένας άγιος με μύρα να μ’ αλείψει.
Είδα πολλά ναυάγια που προκαλούσαν σάλο
μα σαν αυτό που έπαθα δε θα υπάρξει άλλο.
Η νοσταλγία μου φωτιά σε κάρβουνα πατάω
στα όνειρά μου σκοτεινιά δεν ξέρω που τραβάω
όλα τ’ αγρίμια του βουνού φώλιασαν στην καρδιά μου
και γίνονται ασήκωτα τα λιγνοπόδαρά μου.
Τι να σου πω αγόρι μου που μου ’δεσαν τη γλώσσα
τρέχω δεξιά κι αριστερά σαν αγριεμένη κλώσα
που ’χασε τα κλωσόπουλα και σαν τρελή γυρίζει
κοιτάζει δω κοιτάζει κει πονά και κακαρίζει.
Αχ… το σκοτάδι βάθυνε και πώς να το περάσω
πείτε μου πως θα λυτρωθώ τ’ αγόρι μου αν χάσω
τώρα που οι ελπίδες μου ντυθήκανε σειρήνες
και στην ψυχή μου κάθησαν της φρίκης οι οδύνες;
Μοίρες μου το τραγούδι σας άλλο δεν μου ταιριάζει
του γκιών’ ακούω τη λαλιά και το κοράκι κράζει.
Απλώνει το κουβάρι της η τύχη και με πνίγει
και το κουράγιο της καρδιάς μαραίνεται και λήγει.
Τα ρόδα του καλοκαιριού ξερίζωσε η λύπη
και ’γώ στο όνειρο κοιτώ τ’ αγόρι που μου λείπει.
Όπου στον κόσμο πυρκαγιά πέφτω για να με κάψει
μήπως η οπτασία του την τυραννία πάψει.
Γκρεμίζετ’ ο Ελληνισμός πέφτει ο Παρθενώνας
νεκρώνει την Ελλάδα μας ετούτος ο αιώνας
χιλιάδες χέρια γύρω μου το μαρασμό δουλεύουν
αιμορραγούν τα σπλάχνα μου πονούν και αγριεύουν.
Η θύμηση που άλλοτε με γιόμιζε ελπίδες
και έδιωχνε απ’ την καρδιά σεισμούς και καταιγίδες
σαν το φονιά με τυραννά τη σκέψη μου ματώνει
αστροπελέκι γίνεται και μ’ αποτελειώνει.
Παρακαλώ το θάνατο να ’ρθει και να με πάρει
να μη σε δω γενίτσαρο γλυκό μου παλικάρι
να μην πεθάνω δυο φορές μα να πεθάνω μία
και να μη νιώσω στην ψυχή αυτή την ατιμία.
Τα όνειρά μου ναυαγοί στην πίκρα κολυμπάνε
και της καρδιάς μου οι λυγμοί παρηγοριά ζητάνε.
Το μονοπάτι της χαράς είναι βομβαρδισμένο
νεκροταφείο η χαρά το μνήμα ανοιγμένο
και τα κοράκια με καλούν να πα να πέσω μέσα
τριγύρω μου δωσίλογοι κανείς δεν έχει μπέσα.
Φυσούν ανεμοστρόβιλοι η μπόρα δεν τελειώνει
κι όσο οι ώρες προχωρούν ο πόνος μεγαλώνει.
Δενδρί και με ξερίζωσαν μαζί με την καρδιά μου
και δηλητήριο γέμισαν τα μαύρα όνειρά μου.
Ώρες πολλές με τυραννούν ώρες με τελειώνουν
για ώρες με σταυρώνουνε και το κορμί μου λιώνουν.
Τέτοια ζωή που μου ’στειλες Θεέ τι να την κάνω
κουρέλι με κατάντησαν και το κουράγιο χάνω.
Στον τάφο με πετάξανε προτού να ξεψυχήσω
τέτοιο σκληρό κατακτητή πώς να τον συγχωρήσω
που ξεριζώνει όνειρα και τις ψυχές σκοτώνει
σπέρνει παντού τη συφορά και δεν το μετανιώνει;
Επικαλείται το Θεό πως του ’δωσε την άδεια
να στέρνει γέρους και μωρά στου Άδη τα σκοτάδια.
Μα αν υπάρχει ’νας Θεός που μοιάζει μ’ ένα τέρας
και του δικού μου του παιδιού γίνεται ο αέρας
αυτός δεν είναι πια Θεό αλλά με δράκο μοιάζει
που έχει για παιχνίδι του ζωές να ατιμάζει.
Έλα Χριστέ και κάνε με στρίγγλα για να σκοτώνω
και του παιδιού μου το φονιά στο βούρκο να ξαπλώνω
και πριν του κόψω το λαιμό και πάρω την καρδιά του
στης ατιμίας το βυθό να στέρνω τα παιδιά του
να ’ναι τ’ αντίποινα σκληρά να ’χουν δικαιοσύνη
και έτσι να ξεπλένεται αυτή η καταισχύνη.
Ήρθες και μου ’πες μια φορά τον κόσμο ν’ αγαπάω
κι όποιος μου σφάζει την καρδιά να τόνε συγχωράω
όμως μια τέτοια εντολή πώς να τήνε σηκώσει
η ματωμένη μου ψυχή και το κορμί πριν λιώσει;»
Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Απόσπασμα από το ποίημα "Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ"
Εκδόσεις Λεξίτυπον-2017