Στα κύματά της ‘μίλαγε, που φεύγανε τρεχάτα,
κάτι σαν να τους έλεγε, τα κοίταζε στα μάτια.
Ένα μαντίλι έβγαλε βρεγμένο από το κλάμα
κι αφού το φίλησε γλυκά, τους το ‘δωσε για γράμμα.
Τα μανιασμένα κύματα το κρύψανε στα μύχια,
δύο κορδέλες του ‘βαλαν από βρεμένα φύκια.
Κύματα που γυρίζετε στης θάλασσας τα πλάτη,
φρεγάτα όπου δέρνεται με το ψηλό κατάρτι
μόλις την απαντήσετε, πετάχτε το στην πλώρη,
για να το βρει ο γιόκας μου, αμούστακο αγόρι.
Δώστε του χίλιες δυο ευχές μαζί με το μαντίλι
κοντά μας να ‘ρθει γρήγορα πριν σβήσει το καντήλι.
Στον κόμπο ετούτον το διπλό, ένα κλαδί Λουΐζας
του στέλνω να ‘χει φυλαχτό, βλαστό σπιτίσιας ρίζας.
Κι αν δεν προλάβω να τον ’δω, θα ’θελα αργά το δείλι,
σαν έρθει, να μη λησμονεί να ανάβει το καντήλι.
*Ποταμάκια = Παραλία Κεφαλονιά
Γιώργος Σπηλιώτης
Ποιητής
Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών