τα φύλλα των δένδρων γυάλιζαν
οι τοίχοι ήσαν υγροί
και τα φανάρια των δρόμων τυλιγμένα από πάχνη
σκορπούσαν
το φως τους το αμυδρό στη σκοτεινιά.
Έκλεισα τις κουρτίνες
δεν ξέρω αν ήμουν ξύπνια
ένιωσα πως κάποιες ακτίνες του ήλιου
χάιδευαν το μέτωπό μου
τα βλέφαρά μου ανοιγόκλεισαν
τα μάτια μου έπαιξαν πέρα-δώθε
θολά όλα γύρω μου φάνταξαν
κι έσβησαν αργά-αργά
και τότε...ένα φως
λευκό
απλώθηκε παντού
κι εγώ ήμουν μέσα εκεί
μόνη
ανάμεσα σε πανύψηλες σκιές
που έγιναν
μύριοι άνθρωποι μαζί
Ίδιοι
και οι ίδιοι
ένας
κι ο ένας
χρυσή άμμος στους διαδρόμους της ζωής
τριαντάφυλλα και κρίνα σε κάθε μονοπάτι
λουλούδια στους αμμόλοφους
που μια ολόκληρη ζωή
περίμενα να βρω
τραγούδια ακούστηκαν απ' τα πέρατα
της Γης
όμορφες μακρινές μελωδίες
σαν τους φθόγγους
που χαρίζουν της άρπας οι χορδές
ξεκίνησα το όμορφο ταξίδι μου
ταξίδι της ψυχής και των ονείρων
ταξίδι στις θάλασσες τις μακρινές
στους απέραντους ωκεανούς
ταξίδι ως τα ουράνια
χωρίς δάκρυ
χωρίς πληγή
που δεν έχει γιάνει
καμιά θύμηση των χρόνων των παλιών
σβησμένη
σαν την κιμωλία που σβήνουν τα παιδιά
στον πίνακα τον μαύρο του σχολειού
και τα σοκάκια
που έπαιζα κρυφτό ή κυνηγητό;
που τάιζα την κούκλα μου
κάτω απ' τη μουριά;
κι αυτά έφυγαν, σβήστηκαν με μιας
γιατί τότε έλειπες εσύ.
το 'ξερα όμως
πως κάποτε θα σε συναντήσω
και δεν θα χρειαζόταν
να θυμάμαι τα ανέμελα τα χρόνια
τα παλιά
γιατί εσύ, είσαι το πριν και το μετά
το τώρα μέσα στην δική μου την καρδιά
το παν.
Ωραίες είναι οι στιγμές που σβήνουν τα κεριά
και το άρωμα της νύχτας απλώνεται
πέρα ως πέρα
απ' άκρη σε άκρη
χρυσίζουν οι σταγόνες της βροχής
καθώς κτυπούν το τζάμι
χορεύουν οι νεράιδες.
Με το ραβδάκι τους τα χρώματα ακουμπάν
που άφησε το Τόξο του ουρανού
στην καρποφόρα γη
χιλιάδες...μύρια τα ροδοπέταλα
που ραίνουνε τις νύμφες
στις πηγές
κρυστάλλινα νερά τις αγκαλιάζουν
κι εκείνες κολυμπούν
και χαίρονται το ασημί το φως του φεγγαριού
γιατί δεν ξέρουν
πως το πλοίο ξεκίνησε για μέρη μακρινά
εκεί, που τα κοχύλια γυαλίζουν
γι αυτούς που γεύονται τις ξένες αγκαλιές.
Οι δρόμοι στένεψαν
τ' αγκάθια μάτωσαν τα πόδια τα γυμνά
χάθηκε ο κόσμος
το χρώμα τ' ουρανού έγινε γκρι
σιγά-σιγά το σκοτάδι απλώθηκε παντού
πέρασε τα βουνά, τις λίμνες, τα ποτάμια.
Η θάλασσα φουρτούνιασε για πρώτη φορά
τα δάκρυά της κάλυψαν
τους βράχους της σιωπής.
Ξυπόλυτη περπάτησα ως το παράθυρό μου
κοίταξα έξω τον δρόμο
ο ήλιος ήταν δυνατός. Έκαιγε τα δάση
η γη διψούσε. Τα λουλούδια γονάτισαν
κανένα άρωμα
καμιά ανάσα
Η νύχτα τύλιξε γι ακόμα μια φορά
τη Γη
και το σκοτάδι απλώθηκε παντού
πυκνό και άγριο.
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
Μουσικός-Υψίφωνος-Συγγραφέας
Από τη συλλογή "Το γυάλινο δωμάτιο"
http://www.free-ebooks.gr/gre/ebook/2427