ρώταγε πώς ονομάζεται το ανθισμένο κίτρινο
πού έσταζε στα μαλλιά των κοριτσιών και στα εικονίσματα
αν με το «Δόξα σοι» μερώνουν τα θεριά στα πόδια μας
Παρασκευή της Άνοιξης, που γίνονταν Μεγάλη
γιατί απ΄ το πρωί στην αγκαλιά τής έφερνε
μπλε γελαστό, ευτυχισμένο κόκκινο και μωβ βαθύ
στους ώμους Επιτάφιο την πήγαινε το βράδυ
ανάβοντας τόσα κεριά ποτάμι φως στη γη
που έμοιαζε πάνω του να πλέει καράβι το σκοτάδι
Γύριζε, αλλοπαρμένος ξένος, τότε, προς το μέρος μας
προφήτης νηπτικός, με αγριεμένο μάτι, εξηγούσε:
Από ένα χρόνο ολόκληρο αυτήν τη μέρα διάλεξα
όλες τις άλλες ζω για να την περιμένω.
Σμίγω μαζί της καίγομαι. Την αγαπώ.
Ποτέ δεν θα το μάθει.
Γιάννης Πλαχούρης
Ποιητής
Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών