άγνωστος και μακρύς ο δρόμος
ξεχασμένος ο γυρισμός.
Με την πρωινή δροσούλα
θα σου στέλνω την έγνοια μου
κι εσύ, το δειλινό να με θυμάσαι.
Μια τέτοια ευτυχία π’ αξιωθήκαμε εμείς,
θα την κρατήσουμε
χιλιάδες χρόνια – είπες.
Σιωπηλά τα σύννεφα
στην κορυφή του βουνού.
Η βροχή καλεί το σκοτάδι
τα κλαδιά σφυρίζουν
τα σκυλιά αλυχτούν
γυμνές ιτιές μουρμουρίζουν θλιβερά
πάνω από τα νερά
βογκάει ο άνεμος και η βροχή
κι η φουρτούνα δεν κοπάζει
μούσκεψαν τα ρούχα
απ’ τα δάκρια τ’ αποχωρισμού
βροντά ο κεραυνός,
ήλιος πουθενά
κι η ζωή ανάμνηση…
Έφυγε ο Ταξιδευτής
πίσω δεν θα ’ρθει,
πικρό πικρό
το ψωμί στο τραπέζι.
Τ’ άρωμα του καλοκαιριού
στενάζει κι εξαφανίζεται,
πώς να το σταματήσεις
πριν πεθάνει;
Σε συλλογίζομαι μέσα στη νύχτα
μονάχη.
Διπλοκλειδώνω την εξώπορτα…
Καίτη Κουμανίδου
Εικαστικός-Ψυχολόγος