στο μέρος όπου αμέριμνα κοιμάται το χορτάρι.
Κάτω από τον μανδύα της νύχτας,
σκεπασμένη η τύρβη του κόσμου
πλασμένη με πόνο ανάμεσα σε πέτρα και δάκρυ.
Η βάρκα ερωμένη του φεγγαριού,
με το κεφάλι γυρμένο στη στοχαστική σιωπή,
ονειρεύεται στο θαλάσσιο κήπο
όπου ζευγάς ο άνεμος, μυροφόρος
οργώνει με ασημένιο αλέτρι.
Μαζί περπατήσαμε, διψασμένοι τρέχαμε
κάτω από τα δέντρα για λίγο νερό,
κι από τα μπαλκόνια το βράδυ κουρασμένοι,
βλέπαμε τις ελπίδες που καιγόταν.
Ακούσαμε για μέρες που φεύγουν
κομίζοντας ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
Και ανθρώπους με μακριές γενειάδες να κλαίνε.
Νοσταλγήσαμε τα μάτια των ποιητών,
που κοιτάζουν μακριά σε δάση από πεύκα,
και πιο πέρα τα νησιά και τα πλοία.
Πότε θα φθάσουμε στην περιοχή της χαράς,
με τις ανεμώνες να σελαγίζουν
στις κωδωνοκρουσίες των εωθινών;
Στα βάθη φαίνεται ο μορφασμός της καταιγίδας
και γύρω η πυγολαμπίδα,κρατά το καντήλι
στη νύχτα για να βλέπουν το δρόμο οι σκαραβαίοι.
Κατά που θα κινήσουμε;
Δε βλέπεις το φεγγάρι που στάζει τα δάκρυα
στο αρχαίο λαγήνι;
Η οδύνη πλανερή αγρυπνά με σκοτεινιασμένα
τα μάτια,
κι οι κρίνοι του κήπου μας με ευλαβική ομορφιά
χλευάζουν το φεγγάρι στο αρυτίδωτο πέλαγος.
Τίποτε δε σαλεύει.
Μονάχα η νύχτα, απλοϊκή, με τα τριαντάφυλλα
στην αισθήτα αλητεύει.
Πιο πέρα στη θάλασσα, το φανάρι της βάρκας
θυμιατίζει τη θλίψη και ο κάβουρας χασμουριέται
στην έναστρη νύχτα.
Κύριε συ που στίλβεις πάνω από το γαλάζιο
των ουρανών δώσε στην ανέστια ελπίδα μας
μία κατοικία, ανάμεσα στούς βράχους και στους
ειρηνικούς αμπελώνες, κάτω από το γεγγάρι
που ψάλλει στα πρόβατα που κουδουνίζουν.
Μείναμε στο μικρό σπίτι, με τη καρδιά χιλιόφυλλη,
ανάμεσα στη θύελλα που φρουμάζει με κραυγή
αγωνίας, και τη μοναξιά που χτυπά θριαμβικά
με οπλή αλόγου, κι ύστερα το βράδυ ολομόναχη
κείτεται με τη πέτρα.
Την άλλη μέρα, βγήκαμε στο φώς όλο αγρύπνια
κρεμασμένοι απ΄τα κάγκελλα των αχτίνων,
δίπλα στη μυγδαλιά π΄ανάσαινε την άνοιξη
καθώς ο ήλιος έβαφε τριανταφυλλένια
τα ουράνια βαμβάκια.
Το πουλί ενεδρεύει κάτω από τα άνθη, πέρα η βοή
στο ποτάμι με τις πλεξούδες τ΄αγριοστάφυλα στα
πλατάνια, πιο κει στα χωράφια βατοπλεγμένοι
οι καημοί του έρωτα, στίγμα στην οδοιπορία.
Θα σε περιμένομε αυγή με τη θαλπωρή σου
ανάμεσα στην άμπωτη και την πλημμυρίδα
να μας ξαναγεννήσεις.
Γιατί η ζωή γεννήθηκε για να περιστρέφεται
και να αγρυπνά, για να ανθίζει και να παλεύει,
ή πάλι να τρέχει ανάμεσα σε φύλλα χλόης
και να στοχάζεται.
Στο δρόμο πλατάγισμα από φώς.
Σήμερα στείλαμε μήνυμα με το περιστέρι.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
Ποιητής
Από την συλλογή: "Καθώς κυλά το ρόδινο ποτάμι"