Στα στενά δρομάκια
βασίλευε ο νόμος της παγωνιάς.
Ερημιά.
Δω κει χλωμές λαμπαχτίδες
ανταύγιζαν στα λασπονέρια.
Μήτε βήματα, μήτε τραγούδι, μήτε ανάσα.
Τη μικρή συνοικία την έπνιγε το σκοτάδι.
Ανεβήκαμε σ’ ένα μαντρότοιχο
κι είδαμε κάτω την πολιτεία
λουσμένη στο φως.
Μάρμαρα, κρύσταλλα, ψηλές πολυκατοικίες,
πολύχρωμα σχήματα χόρευαν.
Γράμματα άναβαν, έσβηναν, κυλούσαν και χάνονταν.
Λουσμένη στο φως η πολιτεία.
Κατεβήκαμε το μαντρότοιχο
και σεργιανίσαμε τη φωτεινή πολιτεία.
Φαρδιές στράτες, ψηφιδωτά πεζοδρόμια,
φανταχτερές βιτρίνες, παράξενα σιντριβάνια,
λικνιστές κούρσες, καλοντυμένοι ανθρώποι.
Γιομάτη ζωή η πολιτεία.
Δω κει στις γωνιές
γνωρίσαμε κι ανθρώπους της συνοικίας μας.
Σακάτηδες, δίχως πόδια, δίχως χέρια, δίχως μάτια.
Δυστυχισμένοι αυτοί, τραγουδούσαν παθιασμένα
να δώσουν χαρά σε κείνους,
που-όσο νάναι-
δεν τους έλειπε.
Κι εμείς
περπατούσαμε ανάμεσα στους ανθρώπους της πολιτείας,
μπροστά από πλούσια μαγαζιά
κάτω από πολύστηλες στοές
πάνω από μαρμάρινες γέφυρες.
Στο άλσος,
κάτω από λιγνές ιτιές
και πολύφυλλες ακακίες,
τα ζευγάρια δίναν τους όρκους
κι ασπάζονταν τις συμφωνίες του έρωτα
καθώς τα μάτια τους λαμπύριζαν στο φως της σελήνης.
Ανεβήκαμε πιο ψηλά
κι είδαμε ολάκερη την πολιτεία
απλωμένη στο φως.
Τους ανθρώπους ντυμένους με φως.
Τα σιντριβάνια να χορεύουν στο φως.
Τ’ αυτοκίνητα να τρέχουν στο φως.
Κι η συνοικία μας
χαμένη βαθιά στο σκοτάδι,
σκεπασμένη με παγωνιά.
Αποκαμωμένη απ’ τη δουλειά
και την πείνα.
Δεν είπαμε λέξη
δεν ορκιστήκαμε πουθενά.
Όμως πήραμε μιαν απόφαση
Ν’ αγωνιστούμε.
Ν’ αγωνιστούμε,
για μια αχτίδα φως σ’ όλα τα κεφάλια
για μια μπουκιά ψωμί σ’ όλα τα τραπέζια
κι ένα κομμάτι πολιτεία σ’ όλες τις καρδιές.
Και ξεκινήσαμε για τη φτωχή μας συνοικία.
Και τη φωτίζουμε με τούτο τα’ όνειρο,
ώσπου να φέρουμε τον ήλιο.
Τον ήλιο, που μισεί η πολιτεία
Τον ήλιο, που θα κάνει πιο λαμπρή και πιο ζεστή
τη συνοικία μας
απ’ τη πολύχρωμη της νύχτας πολιτεία.
Τάσος Λέρτας
Σκηνοθέτης-Συγγραφέας-Ηθοποιός