ξεστράτισε σαν ορφανό
ένα κουτσό τσακάλι.
Τρεις μέρες ψάχνει νηστικό
και τρεις χωρίς νεράκι,
να βρει αγρίμι ζωντανό
και ίσκιο σε δεντράκι.
Μα κει ήταν δάσος και βοσκοί,
ρυάκια κι όχι ξέρες,
και τραγουδούσαν τη ζωή
αηδόνια και φλογέρες.
Μα κει γινόντουσαν χαρές,
χειμώνα καλοκαίρια,
τ’ αγρίμια είχανε φωλιές
κι οι Κλέφτες τα λημέρια.
Από ραχούλες σε πλαγιές
τα βήματά του σέρνει,
ουρλιάζοντας στις ρεματιές,
μα απάντηση δεν παίρνει.
Ουρλιάζει μήπως και του πει,
εκείνος που θα ξέρει,
γιατί κανείς του εμπρηστή
δεν «έκοψε» το χέρι;
Μια κουκουβάγια μοναχά
του είπε προς το δείλι,
πως η κραυγή του μένει πια,
το μήνυμα να στείλει.
Σπύρος Κ. Καραμούμντζος
Εκπαιδευτικός - Ποιητής
Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Μέλος της "World Poets Society"
Μέλος της "International Writers Association"
Από την Ποιητική Συλλογή «ΔΟΞΑΡΙΣΜΑΤΑ»