Σαν φτάσαν, βλέπουν γέροντα που με τον Κάστρο μοιάζει.
Πόσο χρονώ 'σαι τον ρωτούν; Τους λέει: - Μη σας νοιάζει!
Κι αν είμ' εκατό είκοσι, ετούτο το οφείλω
που κάνω ήσυχη ζωή, σχεδόν σαν και το σκύλο
και με ψωμάκι και νερό τρέφομαι κάθε μέρα
κι όλες τις καταχρήσεις σας τις έχω κάνει πέρα.
Πιο πέρα άλλον συναντούν που 'τρωγε σε μια ζάντα.
Ρωτούν την ηλικία του κι είπε: - Εκατό τριάντα.
- Τι έτρωγες και έφτασες σ' αυτή την ηλικία;
- Μονάχα κρέας έτρωγα τα άλλα ειν' βλακεία.
Περπάτησαν στη ρεματιά κι είδανε γεροντάρα!
με γένια ως κάτω, που 'μοιαζε πολύ του Μητσοτάρα.
- Παππού για πες μας να χαρείς, είσαι εκατό σαράντα;
- Γκιούστα! μα γι' άλλα εκατό, έχω, (θαρρώ), αγάντα!
γιατ' έχω νέα σύζυγο και δυο μικρά παιδάκια
κι έφτασα 'δω που έφτασα τρώγοντας χορταράκια.
Πριν πέσουν απ' τα σύννεφα, θωρούν «ένα κουφάρι...»
κι όλοι μαζί φωνάξανε: «Νάτον τον διακοσάρη!»
γιατ' ήτανε αδύνατος, ξεδόντης, σκεβρωμένος,
γκαβός και τετραστήρικτος μα και τρεμουλιασμένος.
- Παππούλη, που οφείλεται πως ζεις εσύ ακόμα
και των παιδιών σου τα παιδιά, θα 'χουνε γίνει χώμα;
- Δε νεί-ναι- τσά τα πρά-μα-τα?, τα εκ-τι-μά-τε λάθος.
Για τσι γυ-ναί-κες πά-ντο-τε, εί-χα με-γά-λο πά-θος!
και τσί-τρω-γα και μέ-τρω-γαν α-πό τα-δε-κα-φτά μου!
και ξό-δε-ψα τα νειά-τα μου, τα-τό-σο ζη-λε-φτά μου.
- Παππούλη, τα ρομαντικά παράτησε στην μπάντα.
Πόσο χρονώ'σαι σήμερα; – Εί-μα –κρι-βώς τρι-άν-τα!
και χαί-ρο-μαι, για τό-ποιος ζει και δεν –τσι'χει γλε-ντή-σει,
δε-νε-χει ζή-σει μια χα-ρά σε-ούλη του τη-ζή-ση...
Παύλος Πολυχρονάκης
Ποιητής