Μέσα σ’αυτά τα παραμύθια που μπορούν να διαβάσουν τα παιδιά, είναι κι αυτά που μπορούν να γευτούν με όλες τους τις αισθήσεις από μια εξαιρετική παιδική παράσταση, όπως αυτή που παίζεται στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά με τίτλο « Αλεπού- Αισωπού» σε σκηνοθεσία Ειρήνης Ιακώβου και βασίζεται πάνω σ’εκείνους τους μύθους του Αισωπού, όπου βασική πρωταγωνίστρια είναι η Αλεπού.
Ο Αίσωπος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μυθοποιούς κι αυτό φυσικά αφορά ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος από το παραμύθι το οποίο ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία και υπάγεται σ’αυτό που θα λέγαμε σήμερα διδακτική μυθολογία.
Ο Αίσωπος συνήθιζε όλους τους μύθους του να τους διηγείται κι όχι να τους γράφει, κάτι φυσικά που μεταγενέστερα είχε τη δυσκολία της διατήρησης αυτών ανά τους αιώνες ως πολύ σημαντικό δημιουργικό έργο.
Συνήθιζε στους μύθους του ο Αίσωπος για πρωταγωνιστές να έχει ζώα όπως την αλεπού, το λύκο, το λιοντάρι, το λαγό, το ελάφι, τη χελώνα και άλλα, δίνοντας σε αυτά ανθρώπινη υπόσταση καθώς συνδιαλέγονται μεταξύ τους, με μια γλώσσα απλή, κατανοητή, σε πεζό λόγο κι όχι έμμετρο όπως ήταν μέχρι τότε.
Οι μύθοι του ήταν διανθισμένοι με στοιχεία από τη φύση και την καθημερινή ζωή, γεμάτοι από ευφυές, ιδιαιτέρως εύστροφο χιούμορ και με βασικό χαρακτηριστικό κάθε μύθου το επιμύθιο, το οποίο ουσιαστικά αποτελούσε το ηθικό δίδαγμα.
Θεωρώ λοιπόν πως ήταν η καλύτερη των επιλογών, οι μύθοι του Αισώπου να γίνουν θεατρική παράσταση.
Στη συγκεκριμένη θεατρική δουλειά, έχουμε με πολύ έξυπνο τρόπο τη συρραφή εφτά μύθων του Αισώπου όπου η Αλεπού με το ταλέντο της πονηριάς απ’την ίδια της τη φύση είναι η βασική πρωταγωνίστρια.
Οι εφτά λοιπόν μύθοι που ανεβαίνουν στη σκηνή του Δημοτικού θεάτρου του Πειραιά είναι οι εξής: 1) « Ο λαγός και η χελώνα», 2) « Η αλεπού και το λελέκι», 3) «Ο κόκορας και η αλεπού», 4) « η αλεπού και το λιοντάρι», 5) « Η αλεπού κι κόρακας», 6) « Η αλεπού και τα σταφύλια», 7) « Η κότα και η αλεπού».
Η συρραφή λοιπόν των εφτά αυτών μύθων του Αισώπου, έγινε με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο και ταυτόχρονα εύληπτο από την σκηνοθέτιδα Ειρήνη Ιακώβου, η οποία είχε δύσκολο έργο να φέρει εις πέρας.
Η σκηνοθετική της προσέγγιση ήταν εξαιρετικά διειδής και απόλυτα επιτυχημένη καθώς κατόρθωσε να κινηθεί με ευελιξία στα πλαίσια του μύθου χωρίς να χαθεί το μαγικό- ονειρικό στοιχείο του παραμυθιού, ενώ παράλληλα ισορρόπησε στο σημειολογικό κομμάτι χωρίς να αφαιρέσει το επιμύθιο της κάθε ιστορίας του Αισώπου, αφού άλλωστε αυτό είναι το ζητούμενο και από το παιδικό θέατρο ως άλλη μορφή Τέχνης συνδυαστικά με την Τέχνη του λόγου να προάγει την αισθητική και συνάμα να διαπαιδαγωγεί.
Η μεγάλη παιδαγωγός Maria Montessori έλεγε πως : « Αν το παιδί δεν μπορεί να μάθει με τον τρόπο που το διδάσκουμε, τότε πρέπει να το διδάξουμε με τον τρόπο που μπορεί να μάθει».
Αυτό ακριβώς κατάφερε η Ειρήνη Ιακώβου, καθώς η καινοτόμα ματιά της στον πλούσιο κόσμο του Αισώπου, την έκανε απ’τη μια να φέρει κάποια από τα παιδιά σε μια πρώτη επαφή με τον σπουδαίο μυθοποιό Αίσωπο και το έργο του, απ’την άλλη όσα παιδιά γνώριζαν κάποιους απ’τους μύθους να τα οδηγήσει στην βαθύτερη ανάλυση και στην πιο ολοκληρωμένη κατανόησή τους.
Όλα αυτά όμως μέσα στα ονειρικά πλαίσια του παραμυθιού, με άφθονη χρυσόσκονη να λαμπυρίζει στα μάτια και στο μυαλό των παιδιών και με τη διαδραστική δυνατότητα αυτών καθώς τα παιδιά μπορούν να έχουν επικοινωνία με τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της παράστασης, τόσο πολύ ώστε να πιστεύουν πως η συμμετοχή τους είναι καθοριστική στην εξέλιξη της πλοκής.
Θα μου μείνει αξέχαστη η φωνή ενός αγοριού όπου κατά τη διάρκεια του μύθου του λαγού με τη χελώνα όπου έκαναν αγώνα δρόμου και νίκησε η χελώνα αν και πιο αργή, διότι ο λαγός είχε τόση αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές του που κοιμήθηκε, εκείνο το αγόρι φώναζε με πάθος: « ξύπνα λαγέ, ξύπνα έρχεται η χελώνα». Κι όταν ο λαγός ξύπνησε και ζητούσε από τα παιδιά το λόγο, γιατί δεν τον ξύπνησαν, ο ίδιος μικρός έλεγε: « σου φώναζα εγώ και δεν με άκουγες».
Στο ρόλο της αλεπούς βρισκόταν ο Κώστας Φλωκατούλας.
Μια αλεπού τόσο χαρισματική, πονηρή, καταφερτζού, ευρηματική, ιδιαίτερα ευέλικτος επί σκηνής ο Κώστας Φλωκατούλας ενσαρκώνει το ρόλο με αρτιότητα τόσο ερμηνευτική, όσο και κινησιολογική, ενώ η επικοινωνία του με το παιδικό κοινό έχει αμεσότητα και ιδιαίτερο χιούμορ.
Γίνεται ιδιαίτερα γοητευτικός όταν τραγουδά: « Για κάτι παλιοστάφυλα έχασα τον καιρό μου, ας πάει και το παλιάμπελο , είπα στον εαυτό μου….».
Σε όλους τους υπόλοιπους ρόλους των διαφόρων ζώων των μύθων βρίσκονται οι χορευτές Νεφέλη Σταμούλη και ο Κωνσταντίνος Τσιαμάγκας, που πραγματικά έχουν τις πιο γοητευτικές ερμηνείες ζώων, αλλά εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι η άψογη κίνηση που είχαν ανάλογα με το κάθε ζώο που υποδύονταν κάθε φορά κι αυτό είναι πού δύσκολο να επιτευχθεί.
Στο ρόλο του Αισώπου βρίσκεται ο μάγος Tristan, ο οποίος δίνει μια ξεχωριστή νότα στην όλη παράσταση, ακόμα πιο φαντασμαγορική, καθώς με τα διάφορα μαγικά του κόλπα, κλέβει τα αθώα παιδικά βλέμματα, τα χαμόγελα και τις καρδιές των μικρών μας φίλων που του χάριζαν απλόχερα το χειροκρότημά τους και αρκετά επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού.
Τα εύσημα ωστόσο για την εξαιρετική κίνηση και τις ολοκληρωμένες χορογραφίες όλων επί σκηνής, θα πρέπει να αποδοθούν στον χορογράφο- κινησιολόγο Δημήτρη Μαργαρίτη.
Την όλη παραμυθένια εικόνα που δημιουργούν οι μύθοι του Αισώπου, έρχονται να πλαισιώσουν τα σκηνικά της Άννας Μαρίας Παπαδημητρίου που ταξίδευαν τις αισθήσεις των παιδιών, ανάμεσα σε δάση, φωλιές ζώων, δέντρα με πλούσια φυλλώματα, συνοδεία πάντοτε της τεχνολογίας με τις εξαιρετικές βιντεοπροβολές από την Χρυσούλα Κοροβέση και τον Μάριο Γαμπιεράκη.
Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω στις Άννα Μαρία Παπαδημητρίου και Πετρούλα Λιώρα για τις μάσκες, οι οποίες ήταν χειροποίητες κατασκευές τόσο πλούσιες, τόσο επιβλητικές δίνοντας την αίσθηση του μεγαλειώδους, της υπερβολής που εμπεριέχεται πάντα στο παραμύθι, όπως της αλεπούς, του λιονταριού, του λελεκιού, του κόρακα, του λαγού, όπου σε συνδυασμό με τα εξίσου επιβλητικά κοστούμια ενίσχυαν το φαντασμαγορικό μέρος της παράστασης το οποίο ολοκληρωνόταν αισθητικά με τους φωτισμούς της Άννας Σμπώκου σε καθαρούς και απαλούς χρωματικούς τόνους.
Την όλη παράσταση μουσικά πλαισιώνουν οι συνθέσεις του Θωμά Καραχάλιου, ο οποίος έχει κάνει και τις ενορχηστρώσεις.
Τα μελωδικά μοτίβα που συνέθεσε ο Θωμάς Καραχάλιος δεν θα μπορούσαν να είναι πιο παραμυθένια, πιο ονειρώδη, πιο σαγηνευτικά, πιο παιχνιδιάρικα, πιο αέρινα σαν όνειρο, η ηθική δύναμη της μουσικής του είναι αυτή που ζωντανεύει το μύθο, του δίνει φτερά- δύναμη, τον εκτοξεύει πέρα και πάνω από τη σφαίρα του φανταστικού χρησιμοποιώντας άλλες φορές κλασικές φόρμες, άλλες φορές παραδοσιακούς ρυθμούς κι άλλες ρόκ, κινείται με την ίδια άνεση και ευχέρεια σε όλα τα είδη, τονίζοντας κάθε φορά την κάθε σκηνή και δίνοντας μια μουσική προσέγγιση του μύθου τόσο κλασικότροπη και παράλληλα φρέσκια, δροσερή και σύγχρονη.
Τα τραγούδια της παράστασης και τα φωνητικά ερμηνεύει η σοπράνο Μαριλιάνα Ρηγοπούλου και φυσικά, δεν ευλογώ τα γένια μου, τα συμπεράσματα δικά σας.
Θέλησα να γράψω γι’αυτήν την παράσταση, διότι πραγματικά είναι μια ολοκληρωμένη από κάθε άποψη δουλειά με υψηλή αισθητική θεατρική και παιδαγωγική.
Ο Albert Camus έλεγε πως: « Ο κόσμος που αισθάνομαι πιο άνετα, είναι ο Ελληνικός μύθος», πόσο πιο αληθινό από αυτό, πόσο πιο ουσιαστικό για το παραμυθένιο σεργιάνι μας σ’αυτούς τους υπέροχους εφτά μύθους του Αισώπου.
Ο κόσμος του ελληνικού μύθου είναι ανεξίτηλος, είναι ένας ατελείωτος θησαυρός γλωσσικός, συμβολικός, διδακτικός, ονειρικός, ένα ταξίδι χωρίς περιορισμούς σκέψης, έκφρασης, φαντασίας, αφεθείτε στη μαγεία του και θ’ακούσετε τη μελωδία απ’το τραγούδι: « Αλεπού Αισωπού πονηρή κλεφτοκοτού, Άλεπου Αισωπού θα τα λέμε πού και πού…. » να σας γαργαλάει απαλά τ’αυτιά εκεί στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά , ένας άλλος κόσμος πιο τρυφερός σας περιμένει.
Γιατί: « Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι το παραμύθι. Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια». Νίκος Καζαντζάκης
Μαριλιάνα Ρηγοπούλου
Σοπράνο-Εκπαιδευτικός-Κριτικός Θεάτρου