Εγώ είμ’ η Γκόλφω η τρανή
πιστά λογοδοσμένη
Κι εγώ η Σταυρούλα αδίστακτη
Με προίκα φορτωμένη
Που ‘ χω τον Τάσο στο μυαλό
Κι ο Τάσος μ’ έχει γραμμένη.
Για γίδια και για προξενιά
Ελάτε να σας πούμε
Για μαχαιριές του έρωτα
Να ξομολογηθούμε
Στο 100 και 4 να σας υποδεχτούμε.
Η Γκόλφω κι ο Τάσος παρόντες σ’ αυτή την ευρηματική, γεμάτη χιούμορ και γκροτέσκ στοιχεία παρωδία, του έργου του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, που διασκευάστηκε από την Ηρώ Κισσανδράκη και σκηνοθέτησε ο Γρηγόρης Καραντινάκης.
Το πεντάπρακτο αυτό δραματικό ειδύλλιο « Γκόλφω» το έγραψε ο Σπυρίδων Περεσιάδης το 1893.
Όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται σ’ ένα καθαρά βουκολικό τοπίο, στο οποίο περιγράφονται οι ειδυλλιακές σκηνές ανάμεσα σε δύο νέους και φτωχούς την Γκόλφω και τον Τάσο, όπου δίνουν παντοτινό όρκο αγάπης εκεί στα Αροάνεια όρη, στα Καλάβρυτα, κοντά στο Χελμό.
Όμως ο Κίτσος που ήταν ανηψιός του αρχιτσέλιγκα, ερωτεύεται την Γκόλφω, τη ζητά σε γάμο κι εκείνη αρνείται.
Τότε ο Κίτσος στέλνει στον Τάσο τον θείο του για να του προτείνει να παντρευτεί τη Σταυρούλα που έχει μεγάλη προίκα κι ο Τάσος καταπατά τους όρκους του και δέχεται να παντρευτεί τη Σταυρούλα.
Όταν όμως ο Τάσος θα το μετανιώσει δυστυχώς πια είναι αργά, η Γκόλφω από τον καημό της για την προδοσία του Τάσου παίρνει δηλητήριο και πεθαίνει στην αγκαλιά του κι εκείνος πια αυτοκτονεί δίπλα της.
Αυτή είναι η ιστορία όπως την έγραψε ο Σπυρίδωνας Περεσιάδης όπου στην εποχή του αυτό το μελόδραμα με την αισθητική της φουστανέλας να διαχέεται και την άκρατη γραφικότητα της Ελληνικής υπαίθρου γνώρισε τεράστια επιτυχία γιατί ταυτίστηκε με την Ελληνική παράδοση τόσο πολύ, ώστε να θεωρείται ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του νέου Ελληνικού λαού θεάτρου.
Μάλιστα ο σπουδαίος θεατρολόγος και συγγραφέας Βάλτερ Πούχνερ είχε πει ότι « δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η ιστορία της πρόσληψης ανέδειξε το αισθηματικό ρομάντζο των λαϊκών σκηνών στα τέλη του 19ου= αιώνα σε σύμβολο του Ελληνισμού και της Ελληνίδας».
Με τα σημερινά δεδομένα όμως του 21ου= αιώνα, όπου το αστικό τοπίο και ο αντίστοιχος τρόπος ζωής είναι η φυσική εικόνα της καθημερινότητας και με άλλες πια αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, δεν θα μπορούσε το έργο του Περεσιάδη παρά να θεωρείται φολκόρ και ξεπερασμένο.
Εδώ πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στην φωτεινή, νεανική και διεισδυτική ματιά της Ηρούς Κισσανδράκη όπου διασκεύασε το κείμενο, απαλλάσσοντάς το από το βαρύ μελοδραματικό του χαρακτήρα καθώς και από τις απόλυτες ηθογραφικές φόρμες, δημιουργώντας ένα κείμενο σύγχρονο, δείχνοντας τον απαιτούμενο σεβασμό στην εξαιρετική γλώσσα του Περεσιάδη δηλαδή τη δημοτική με τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, δημιουργώντας ένα καινούργιο έργο, που διατηρεί την ρομαντική του διάσταση.
Εξίσου καινοτόμα υπήρξε και η σκηνοθετική ματιά του Γρηγόρη Καραντινάκη.
Ο Γρηγόρης Καραντικάνης δημιουργεί μια παράσταση που συνομιλεί με τον θεατή στο σήμερα, στο χθές, αλλά και στο αύριο.
Η ευρηματική ανατροπή του μύθου, μαζί με τους λόρδους περιηγητές που παίζουν παρτίδες γκόλφ στο διηνεκές και φυσικά παρεμβαίνουν συχνά- πυκνά ως μεταμπρεχτικοί σχολιαστές, ασκώντας άλλοτε κριτική σε ζητήματα ήθους των προσώπων κι άλλοτε δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για την προώθηση και εξέλιξη της πλοκής διαρρηγνύοντας τα ιμάτια της ψευδαίσθησης πολλές φορές, οικοδομούν μια υψηλής αισθητικής παράσταση.
Ο Γρηγόρης Καραντινάκης έχοντας στη φαρέτρα του τον υπέροχο λόγο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη κατορθώνει να οικοδομήσει μια παράσταση η οποία κινείται με περισσή ευκολία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο με συναισθηματική αμεσότητα όπως για παράδειγμα στην κατάρα της Γκόλφως προς τον Τάσο, αλλά και τη μεταστροφή της εν συνεχεία, που μετατρέπεται σε ευχή, όπως και η έντονη συγκινησιακή φόρτιση από τον κοπετό της Γκόλφως μετά την προδοσία, μ’ έναν διαρκή εναλλασσόμενο κλαυσίγελο, με τα κωμικά στοιχεία να διαδέχονται το ένα το άλλο, με γκροτέσκ πινελιές, αλλά κι έναν λυρισμό βαθύ και ανεξάντλητο, με την παρωδία τόσο κάποιων κλισέ της αγροτικής ζωής, όσο και με το ιδιαίτερο και συνάμα χαρακτηριστικό accent της επαρχίας, αλλά και το ευφυές και ευρηματικό τέχνασμα της χρήσης της Αγγλικής γλώσσας από τους λόρδους περιηγητές και όχι μόνο κάποιες φορές.
Εξαιρετικά και λειτουργικά είναι και τα σκηνικά του Γρηγόρη Καραντινάκη, όπου οι κορμοί των δέντρων, στοιχειοθετούν το φυσικό τοπίο, ενώ ταυτόχρονα έχουν και χρηστική υπόσταση.
Οι ηθοποιοί Λευτέρης Βασιλάκης, Μαρία Δαμασιώτη, Ηρώ Κισσανδράκη και Γιώργος Κοσκορέλλος, εναλλάσσονται διαρκώς σχεδόν σε όλα τα πρόσωπα, καθιστώντας τις εναργείς ερμηνείες τους χαρισματικές.
Ο Λευτέρης Βασιλάκης με άκρως ορθοφωνική τοποθέτηση, με ευχέρεια κινησιολογική και σε πλήρη χρήση όλων των εκφραστικών του μέσων, καθώς συχνά κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο στιβαρό του χαρακτήρα που υποδύεται και στο κωμικό στοιχείο, διαμορφώνει μια ερμηνεία δαψίλεια υποκριτικού τάλαντου.
Η Μαρία Δαμασιώτη κινείται επί σκηνής με μια χαρισματική αμεσότητα και εκφραστική δεινότητα που γοητεύει τον θεατή και τον παρασύρει μαζί της.
Η Ηρώ Κισσανδράκη κατορθώνει χωρίς ίχνος επιτήδευσης να περνά από το δραματικό στο κωμικό στοιχείο με απαράμιλλη εκφραστικότητα και περισσή ευχέρεια.
Τέλος ο Γιώργος Κοσκορέλλος δημιουργεί μια άρτια ερμηνεία τόσο σε κινησιολογικό, εκφραστικό όσο και σε ερμηνευτικό επίπεδο.
Στην ίδια σύγχρονη λογική κινούνται και τα εξαιρετικά κοστούμια των οποίων την επιμέλεια είχε η Ηρώ Κισσανδράκη.
Λονδρέζικη ενδυμασία εποχής για τους λόρδους περιηγητές που παίζουν γκολφ, επίσης τούλινες φούστες με ιδιαίτερο όγκο για να δίνεται από τη μια πλευρά ο συμβολισμός της φουστανέλας και συνάμα να διαφαίνεται ακραιφνώς το ρομαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το έργο σε τόνους λευκούς και ροζ, αλλά και χρυσοποίκιλτα γιλέκα για τον διαχωρισμό των τάξεων με βάση το οικονομικό τους status.
Τα υπέροχα μουσικά μοτίβα του Ορέστη Μπενέκα που κινήθηκαν στους παραδοσιακούς ρυθμούς του τσάμικου σε συνδυασμό και με ποιο σύγχρονο ρυθμικό πλαίσιο, κατόρθωσαν να συγκεράσουν έξοχα το ρουστίκ στοιχείο με το καινοτόμο, το σύγχρονο και το γκροτέσκ, σε συνεργασία πάντοτε φυσικά και με την εύστοχη κινησιολογικλή προσέγγιση των χορογραφιών και όχι μόνο από την Βρισηίδα Σολωμού και να οικοδομήσουν μια διαφορετική εκδοχή του έργου «Γκόλφω» εν προκειμένω « Golfώ» που θα τη ζήλευε ακόμα κι ο Περεσιάδης.
Κι εκεί που όλοι περιμένουν το γνωστό και αναμενόμενο φινάλε, η ανατροπή ( που φυσικά δεν πρόκειται να σας την αποκαλύψω), κατατροπώνει τα δεδομένα, την πεπατημένη οδό, διαμορφώνοντας σεκάνς μιας άλλης Γκόλφως που μειδιά έξυπνα, γοητευτικά και με χιούμορ στους θεατές κλείνοντας πονηρά το μάτι και με ευγνωμοσύνη στο αξεπέραστο και εν τέλει σύγχρονο κείμενο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη αφήνοντας ανοιχτές τις διόδους για μια πρωτόγνωρη ερμηνευτική απόδοση που αξίζει να απολαύσετε.
Μαριλιάνα Ρηγοπούλου
Εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Καραντινάκης
Διασκευή κειμένου - Κοστούμια: Ηρώ Κισσανδράκη
Μουσική: Ορέστης Μπενέκας
Σχεδιασμός κίνησης -Χορογραφία: Βρισηίδα Σολωμού
Σκηνικά: Γρηγόρης Καραντινάκης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιάσονας Βροχίδης
Φωτογραφίες: Bill Patrick
Μακιγιάζ: Χρύσα Ράικου
Κατασκευή κοστουμιών: Atelier Tsiouni
Σχεδιασμός αφίσας – τρέιλερ: Μαύρα Γίδια
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Social Media: Social Wave
Οργάνωση παραγωγής: Καίτη Αυγουστάκη
Παραγωγή: Urban Theater
Ερμηνεία: Λευτέρης Βασιλάκης, Μαρία Δαμασιώτη, Ηρώ Κισσανδράκη, Γιώργος Κοσκορέλλος
Πληροφορίες Παράστασης
Παραστάσεις: Από Σάββατο 9 Μαρτίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 19:00
Τιμές εισιτηρίων
Γενική Είσοδος: 15€
Μειωμένο (ΑμεΑ, άνω των 65, φοιτητικό): 12€
Ατέλειες: 6€
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Προπώληση εισιτηρίων: MORE.COM και στο ταμείο του Θεάτρου 104