ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Τετάρτη, 14 Μαΐου 2025 - 2:48:39π.μ.
16
Μαρτίου

Κριτική Παράστασης «Οι Τρείς αδελφές» ( Στη σπηλιά της Εκάτης)

Κατηγορία Θέατρο και Χορός

Το Τσεχωφικό Σύμπαν μέσα από τα μάτια του Δημήτρη Τσιάμη

RIGOPOULOU

 

 

Τρία σώματα μπλεγμένα μεταξύ τους, πάλλονται στο πάτωμα της σκηνής, τρείς Μορφές, τρείς Κόρες – Γυναίκες – Αδελφές – Σύμβολα ανάμεσα από αναβλύζοντα θυμιάματα, εγκλωβισμένες στη σπηλιά της ζωής τους, ασθμαίνοντας την ύπαρξή τους καθώς προσπαθούν να ξετυλιχτούν απ’ τον ίδιο γερό σφιχτοπλεγμένο ιστό που τις κρατά δέσμιες.


« Οι τρείς αδελφές» ( Στη σπηλιά της Εκάτης) βασισμένο στις « Τρείς αδελφές» του Άντον Τσέχωφ, στη σκηνή του θεάτρου Bios.


Ο Άντον Τσέχωφ έγραψε αυτό το τετράπρακτο δράμα το 1900.


Το έργο αυτό του Τσέχωφ οι « Τρείς αδελφές» είναι ένα από τα τέσσερα ψυχογραφικά δράματα τα οποία μάλιστα ο ίδιος τα ονόμασε κωμωδίες, ίσως γιατί ο Ρώσος συγγραφέας ήθελε να εστιάσει περισσότερο στα καινοτόμα στοιχεία που εισήγαγε στην δραματουργία κατά την μετάβαση από τον 19ο= προς τον 20ο= αιώνα, όπως για παράδειγμα ότι καταργείται ο ένας κεντρικός πρωταγωνιστής, δίνει το ψυχογράφημα των ηρώων του με μια ματιά αναλυτική, εξονυχιστική, εμβριθή και ρεαλιστική μαζί σε φαινομενικά εύκολη και εύληπτη πλοκή.


Ένα χρόνο μετά από την συγγραφή του, ανέβηκε στη σκηνή από το « Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας και από τον Κονσταντίν Στανισλάφσκι οι « Τρείς Αδελφές».

ACATHS2 Copy


Ωστόσο ο Τσέχωφ δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την σκηνοθετική άποψη του Στανισλάφσκι, διότι θεωρούσε ότι υπερτονίζει το μελοδραματικό στοιχείο, με το οποίο ο Τσέχωφ δεν ήταν σύμφωνος, όπως και το γεγονός ότι οι ήρωες δεν φέρουν καμία ευθύνη για όσα τους συμβαίνουν.
Ο Τσέχωφ επιθυμούσε να τονιστεί αυτή η παθητικότητα, η ακηδία των ηρώων του από την κωμική τους διάσταση και όχι την μελοδραματική και την εξόχως ρομαντική του Στανισλάφσκι.


Στην Ελλάδα για πρώτη φορά το έργο ανέβηκε το 1932 σε μετάφραση της Γαλάτειας Καζαντζάκη και σκηνοθεσία του Σπύρου Μελά από τις Κυβέλη, Αλίκη Θεοδωρίδου και την Μιράντα Μυράτ.


Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια επαρχιακή πόλη όπου η οικογένεια Πραζόρωφ βρέθηκε εκεί αναγκαστικά, αφού ακολούθησε τον στρατιωτικό πατέρα στη μετάθεσή του. Πριν όμως από ένα χρόνο ο πατέρας απεβίωσε κι έτσι η οικογένεια δεν έχει πια λόγο να βρίσκεται εκεί, επιθυμούν βαθιά να επιστρέψουν στη γενέθλια πόλη τους τη Μόσχα, εκεί όπου έχουν όλες τους τις αναμνήσεις.


Στην επαρχιακή πόλη όπου ζουν η ζωή τους είναι θλιβερή καθώς δεν μπορούν να έχουν ούτε την πνευματική, αλλά ούτε και την κοσμική ζωή που είχαν στη Μόσχα, δεν έχουν πια ενδιαφέροντα.

 

ACATHS3 Copy


Όταν στην πόλη καταφθάνει ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, λίγο η ελώδης ζωή τους θα κινηθεί και κυρίως της Μάσσα η οποία ασφυκτιά μέσα στο συζυγικό βίο αναπτύσσοντας μέσα της ένα πλατωνικό έρωτα για το πρόσωπο του Βερσίνιν.


Η Όλγα η οποία εργάζεται ως καθηγήτρια στο τοπικό Γυμνάσιο, θεωρεί παρόλα αυτά πως η ευτυχία βρίσκεται μόνο στη Μόσχα.


Η Τρίτη που είναι και η μικρότερη αδελφή, θέλει να εργαστεί, πιστεύει πως μόνο η δουλειά μπορεί να φέρει την ευτυχία στον άνθρωπο.


Αυτή είναι η βασική υπόθεση του έργου του Άντον Τσέχωφ « Τρείς Αδελφές» όμως η δραματουργική επεξεργασία και η σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Τσιάμη, το καθιστούν ένα έργο με άλλες προεκτάσεις, με διόδους που δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί και με αναγωγές μυθολογικές, αρχετυπικές, λαογραφικές, με σεβασμό πάντα στον αριστουργηματικό λόγο του Τσέχωφ αναγεννά σε μια άλλη υψιπετή διάσταση το έργο.

 

ACATHS4 Copy


Ο Δημήτρης Τσιάμης έχει διττό ρόλο, πρώτον αυτόν του σκηνοθέτη που είναι και ο πιο καθοριστικός για τη μορφολογία της παράστασης και εν συνεχεία υποδύεται τον αντισυνταγματάρχη Βερσίνιν.


Ο Δημήτρης Τσιάμης επικεντρώνει την προσοχή του στην τριαδική υπόσταση του έργου, γι’ αυτόν όλο το έργο περιστρέφεται γύρω από αυτές τις τρείς γυναίκες την Όλγα, τη Μάσσα και την Ιρίνα και ότι συμβολίζει ο αριθμός τρία.


Ο εφαλτήριος πυρήνας του έργου βασίζεται πάνω στη δυναμική του αριθμού τρία (3), σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους από τον αριθμό τρία, προκύπτει το πρώτο σχήμα στον κόσμο το τρίγωνο.


Το τρία υποδηλώνει δράση, τη δράση του πνεύματος πάνω στην ύλη, δηλαδή την ίδια τη δημιουργία.


Οι Μοίρες που όριζαν τη ζωή των ανθρώπων ήταν τρείς η Κλωθώ που ήταν η υφάντρα, η Λάχεση που καθόριζε τα όσα θα συμβούν στη ζωή και η Άτροπος που αποφάσιζε πότε θα κόψει το νήμα της ζωής.


Ακόμα και στην Ορφική θρησκεία υπήρχαν τρείς κύριες Θεότητες: η Μήτις δηλαδή η Σοφία, ο Φάνης – το Φως και ο Ηρικαπαίος η ζωοδότης δύναμη του κόσμου.


Στους Ομηρικούς ύμνους το κηρύκειο του Ερμή περιγράφεται ως μια χρυσή ράβδος με τρία πέταλα.


Οι Ρωμαίοι έλεγαν: « Omne trium perfectum» δηλαδή « οτιδήποτε έρχεται σε τριάδες είναι τέλειο».


Ο Ποσειδώνας κρατάει τρίαινα, ο κέρβερος είχε τρία κεφάλια.


Ο χρόνος είναι τρισυπόστατος αυτός δημιούργησε τον Αιθέρα, το Χάος και το Κοσμογονικό Αυγό κι έτσι γεννήθηκε ο Κόσμος.
Η Εκάτη ( Εκατηβόλος) ήταν επίσης τρίμορφη με δυνάμεις πάνω στη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα.
Όμως η Εκάτη συσχετιζόταν με μαγεία, με φως, με δηλητηριώδη βότανα, με νεκρομαντεία.


Υπήρξε η Θεά των σταυροδρομιών δίνοντας έτσι την τριπλή διάστασή της την Ουράνια, τη Χθόνια και την Υποχθόνια.


Κρατούσε πυρσούς στο χέρι της, ήταν η μοναδική Θεότητα η οποία παρατήρησε από τη σπηλιά της την αρπαγή της Περσεφόνης και με τον πυρσό στο χέρι συνόδευσε τη Θεά Δήμητρα για να μπορέσει να βρει την Περσεφόνη. Όταν βρέθηκε η Περσεφόνη, η Εκάτη παρέμεινε μαζί της ως συνοδός και σύντροφος του Άδη κατά συνέπεια θεότητα του Κάτω Κόσμου.


Ως σεληνιακή Θεά που ήταν η Εκάτη, είχε άμεση σχέση με τη γυναικεία φύση.


Σ’ αυτή τη σπηλιά της Εκάτης ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης τοποθετεί τις τρείς ηρωίδες.


Τρείς γυναίκες εγκλωβισμένες στο παρελθόν, χάνουν το παρόν, χωρίς να μπορούν να δημιουργήσουν μέλλον.

 

ACATHS5 CopyΤρείς στάσιμοι χαρακτήρες σε μια χωροχρονική διάσταση απόκοσμη, σ’ ένα σκηνικό τοπίο εκτός χρόνου μ’ ένα ενεργοποιημένο μηχανισμό ανεπίλυτης αδράνειας, με μια αέναη προσπάθεια να κερδίσουν τον χρόνο, αυτός είναι ο μεγάλος αντίπαλος για όσα πέρασαν και για όσα έρχονται, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες τα χρόνια κυλούν ανελέητα, αδίστακτα, εγκληματικά για τη ζωή τους.


Η σπηλιά έχει γίνει η φυλακή τους, αυτή που κατατρώει τις σάρκες τους, ακούμε την Όλγα να λέει: « Αν μου έδινε και τον άντρα που ποθώ ο Θεός» και τα χέρια της αγγίζουν τα σπλάχνα της, την ίδια τη γέννηση, την ίδια τη ζωή.


Κοιτάζουν συνέχεια προς τα πάνω, προς το φως, προς την ελευθερία κι ύστερα πάλι βουλιάζουν στο απύθμενο έρεβος της ύπαρξής τους, στα σκοτάδια του μυαλού και της ψυχής τους, παλεύουν να βγουν μέσα από μια αλλόκοτη παθητική αδρανή στάση, παλεύουν να βγουν στο φως.


Τα σώματά τους μοιάζουν ριζωμένα ανδρείκελα σ’ αυτή την πέτρινη σπηλιά τη γεμάτη τρόμο, φόβο, πόνο « …ανδρείκελα στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια, χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά τ’ αστέρια. Μακρινή χώρα είναι για μας η κάθε χαρά, η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη. Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει» μας λέει ο Καρυωτάκης στο ποίημά του « Ανδρείκελα», αυτό ακριβώς είναι οι « Τρείς Αδελφές».


Η σκηνοθετική οπτική του Δημήτρη Τσιάμη διεισδυτική, υπεραναλυτική, έχει εντρυφήσει στον Τσεχωφικό κόσμο, κατορθώνει με αριστοτεχνικό τρόπο να σκιαγραφήσει τις ψυχικές διακυμάνσεις από τις τρείς αυτές γυναικείες οντότητες, από τα τρία ύψιστα σύμβολα Γυναίκας, μέσα στην φαινομενολογικά ιδωμένη εποχή τους, που όμως το αδίστακτο ράπισμα του μετρονόμου υποδεικνύει τις χαώδεις αποστεωμένες ζωές τους, τις αποστραγγισμένες πια από χαρά, γέλιο, έρωτα κι όμως θέλουν να ζήσουν.


Κι όλα αυτά μέσα σε μια άκρατη μυσταγωγία απ’ την αρχή, ως το τέλος, ενσωματώνει τους θεατές σ’ αυτή την αρχέγονη παράσταση, τους καθιστά εντολοδόχους της κίνησης, του τροχού της ζωής και μύστες του κοπετού, του πόνου που βιώνουν οι Τρείς Αδελφές.


Η Μόσχα, είναι το σημείο αναφοράς της ζωής τους, είναι το χαμένο όνειρο, είναι οι ελπίδες, είναι οι ατελέσφοροι έρωτες, είναι οι απέλπιδες ανάσες, είναι μια ακραιφνής ουτοπία σ’ ένα δυστοπικό σύμπαν.


« Αλυσίδα χρυσή έχει τυλίξει τα κλαδιά» λέει η Μάσσα κι είναι τα χέρια τους κλαδιά φυλακισμένα σαν τις ψυχές τους και τα χέρια της Όλγας ρίχνουν αργά- αργά το χώμα σε συνεχή ρυθμό ωσάν κλεψύδρα που μετρά το χρόνο.


Σ΄ αυτήν την αριστουργηματική παράσταση που διαμόρφωσε η ρηξικέλευθη σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Τσιάμη η οποία βρίθει σημειολογικών προσεγγίσεων, δεσπόζουσα θέση κατέχει και ο Χρόνος, τόσο με την αμείλικτη υπόστασή του που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο γήρας και εν συνεχεία στο θάνατο και στην καθόλου απευκταία λησμοσύνη, όσο και με την αναδίφηση, τη λαχτάρα της ανάκλησης αναμνήσεων απ’ τη δεξαμενή της μνήμης, της αναπόλησης, της τρυφερής και γλυκιάς νοσταλγίας ακόμα και της παραπληρωματικής περιοχής του ονείρου που τελικά καθιστά την καθημερινότητα πιο ρεαλιστικά σκληρή, οδηγώντας στο ικρίωμα την ύπαρξη.


Όπως ο Μαρσέλ Προύστ Αναζητά τον Χαμένο Χρόνο, έτσι και οι Τρείς Αδελφές θέλουν να κερδίσουν το χρόνο που έχασαν.


« Η Μόσχα είναι ένα ποτάμι που κυλάει ορμητικά, βαθύ και σκοτεινό» λέει ο Βερσίνιν εναρκτήριο λάκτισμα τούτη η φράση για την τελετή εξορκισμού του κακού, ενώ παράλληλα οι κόρες πλένονται με καθαγιασμένο ύδωρ, πράξη εξαγνισμού, κάθαρσης του πνεύματος για μια νέα ζωή που πρέπει ν’ ανταμώσουν άπεφθη, αμόλυντη, απαλλαγμένη από βαρίδια του παρελθόντος, διαυγής, φωτεινή απ’ τη μαρμαρυγή της δάδας της Εκάτης.

 

ACATHS6 Copy


Κι έτσι εύθρυπτες καθώς είναι εμπλέκονται στο γαϊτανάκι μιας τελετής ενδυνάμωσης επιθυμιών για απελευθέρωση, να καταστούν χαλκέντερες κι εκεί μετατρέπεται ο χορός σ’ έναν πολεμικό πυρρίχιο με τα σώματά τους να εκτινάσσονται απ’ τις εσωτερικές δονήσεις, μέσα στην απόλυτη έκσταση να πολεμούν τον θάνατο, ν’ αντρειώνονται στην παγερή του Χάρου ανάσα και ν’ αναμετρώνται το μέσα τους.


Ζωώδης τελετουργία, ξέχωρα από την καλή μόρφωση και την ανώτερη τάξη τους, πόλεμος για επιβίωση.


Στο ρόλο της Όλγας η Λυσάνδρα Αναστασοπούλου, συγκλονιστική και συνάμα αποκαλυπτική.


Η καθαρότητα της κινησιολογικής της υπόστασης, σε συνδυασμό με την πολυειδία των εκφραστικών της μέσων, στοιχειοθετεί την φιγούρα της Όλγας της μεγαλύτερης εκ των τριών αδελφών, που κουβαλά τη Μόσχα σε κάθε κίνησή της, σε κάθε λέξη της, σε κάθε συμπεριφορά, την μόρφωσή της, την κοινωνική της θέση, ενώ παράλληλα φέρει τη σοφία και την εμπειρία που τις χαρίζουν τα εικοσιοκτώ της χρόνια, καθώς όλες τους είναι πιο μεγάλες ψυχολογικά- νοητικά από την ηλικία στην οποία βρίσκονται.


Ακούμε την Όλγα να λέει: « Φοβάμαι πως θα πεθάνω. Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς να ξέρω ποια είμαι».


Η Όλγα είναι αυτή που θέτει το μεγάλο, αναπάντητο, υπαρξιακό αρχέγονο ερώτημα, ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και που καταλήγουμε.
Αγωνιώδης η προσπάθεια για επιβίωση και για μια νέα αρχή, αναζητά στα δαιδαλώδη μονοπάτια στη σπηλιά της Εκάτης τη νέα ζωή, αυτή που τους αξίζει, έχει χρέος να διαλέξει τη ζωή κι αν δεν το κάνει βιώνει την ενοχή της.


Μέσα στο διηνεκές έχει μόνο μια ευκαιρία για βαθειά γνώση της ύπαρξης, για να ζήσει, πράξη ιερή. Το αμετάκλητο του θανάτου είναι αυτό που επισφραγίζει την ιερότητα και ευγένεια της ζωής.


Το ενδεχόμενο του θανάτου δίνει επισημότητα στη ζωή, την κάνει τελετουργία κι όχι ένα απλό δεδομένο.


Η Λυσάνδρα Αναστασοπούλου ως Όλγα σωματοποιεί εξόχως τον πόνο της, το φόβο της, την ανεπάρκειά της, δημιουργώντας μια ερμηνεία μοναδική, μας χαρίζει απλόχερα μια αισθητική νόηση που πέρα από τον έλλογο ειρμό, η σύλληψή της πραγματώνεται στον άλογο κόσμο των υψηλών διανοημάτων.
Τη Μάσσα υποδύεται η Αλίκη Στενού.


Η Μάσσα στα είκοσι τρία της χρόνια, παντρεμένη ούσα, ανακαλύπτει πως η δική της σπηλιά της Εκάτης δεν είναι άλλη από το γάμο της.


Ένας συζυγικός βίος μονότονος, θλιβερός, που καταπλακώθηκε από το βάρος της καθημερινότητας, ένας γάμος δακέθυμος σ’ ένα απέραντο τέναγος κλαυθμών και πένθους.


Η μόνη διέξοδος η ανέλπιστη εμφάνιση του Βερσίνιν, η σανίδα σωτηρίας.


Αφήνεται σ’ αυτό το δώρο που της έφερε η ζωή, την επίσκεψη ενός ανθρώπου από τη Μόσχα, από τη ζωή που είχαν, που δίψαγαν να ξαναβρούν, που είχαν κοινά σημεία επικοινωνίας.


Τι άλλο θα μπορούσε να αίρει τη θνητότητα του ατόμου μέσα στο άπειρο, παρά μόνο ο έρωτας.
Έτσι κι η Μάσσα ερωτεύεται τον Βερσίνιν μ’ ένα πλατωνικό έρωτα, μεγαλειώδη που της χαρίζει μια πνευματική πλήρωση μέσα στη συνείδηση του απόλυτου, την λύτρωση.


Όταν ο Βερσίνιν αποφασίζει να φύγει, η Μάσσα, εν προκειμένω η Αλίκη Στενού πονά, « Δεν θέλω τίποτα πια, μια ζωή χαμένη» την ακούμε να λέει, αυτός ο σιβυλλικός της έρωτας μετατρέπεται σε βασάλτη, η σπαρακτική της κραυγή διαπερνά τη σπηλιά και τις ψυχές των θεατών που συμπάσχουν στο δράμα της κι η μόνη ανακούφιση από τις πληγές είναι η αγκαλιά απ’ τις αδελφές της, πάλι όλες μαζί, για πάντα μαζί, μια σχέση ζωής και εξάρτησης.

 

ACATHS7 Copy


Η Αλίκη Στενού αποτυπώνει διαπεραστικά την ψυχική συντριβή της, την θρηνητική διάσταση του προσώπου που υποδύεται σε κάθε ρανίδα του πνεύματος και της ψυχής των θεατών.


Η Μάιρα Γραβάνη υποδύεται την εικοσάχρονη Ιρίνα, την μικρότερη αδελφή.


« Ονειρεύομαι τον έρωτα, όμως η ψυχή μου είναι σαν ένα ακριβό, εξαίσιο, κλειδωμένο πιάνο που το κλειδί του χάθηκε» μας λέει η Ιρίνα δια στόματος Μάιρας Γραβάνη.


Η Ιρίνα μέσα στη σπηλιά της Εκάτης διάγει την ενηλικίωσή της τραγικά, σχεδόν θρηνητικά, την ακούμε να λέει: « Για μας τις τρείς αδελφές η ζωή δεν ήταν ωραία, μας έπνιξε», θέλει να ζήσει, να ερωτευτεί, να υπερβεί το απτό, το συμβατό, η ψυχή της λαχταρά το υπερβατό στοιχείο, όμως φοβάται, ορρωδεί και κρύβεται.


Η Μάιρα Γραβάνη τόσο αέρινη, ονειρική, σχεδόν ένα πλάσμα τόσο εύθραυστο, εξωπραγματικό και απόκοσμο, μέσα από την έξοχη ερμηνεία της, ως Ιρίνα, επιτυγχάνει να μετουσιώσει τον αλγεινό βίο που διάγει σε μια νέα εμπειρία ύπαρξης και να συμπαρασύρει τους θεατές σ’ αυτή την πνευματική και ψυχική ολοκλήρωση.


Στο ρόλο του Βερσίνιν ο Δημήτρης Τσιάμης.


Άρτιος, λιτός, στιβαρός, γοητευτική παρουσία που συμβολίζει τη νέα ζωή, την αρχή, την γέννηση και τον θάνατο, ο Δημήτρης Τσιάμης οικοδομεί μια ερμηνεία συγκλονιστική.


Ο Βερσίνιν μοιάζει σαν από τη μια πλευρά να δίνει τέμπο στο ατελείωτο δράμα που βιώνουν οι τρείς αδελφές και από την άλλη είναι η φυγόκεντρος δύναμη που τις εκτινάσσει, τις κινητοποιεί, η στρόφιγγα προς την πλήρωση, προς τη Θέωση της ίδιας της ύπαρξης.


« Η ζωή μας στο μέλλον θα δείχνει άρρωστη, ανούσια, αλαζονική, ψεύτικη, ανόητη…» ο λόγος του Βερσίνιν τόσο προφητικός και μαζί με την αέναη κυκλική περιφορά του σώματός του και τον ήχο της καμπάνας που συνοδεύει τα μελλούμενα, οριοθετεί το τέλος στην ακηδία και στην χθαμαλή ζωή τους που κείτεται ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν.


Η κυκλική του περιφορά καταδεικνύει έτι περισσότερο την κίνηση του τροχού της ζωής, αυτόν που γυρίζει η τύχη.


Ο Δημήτρης Τσιάμης δημιουργεί τον ήρωα, τον διαμορφώνει, μέσα από την ερμηνεία του ανοίγει φωτεινούς δρόμους στα βάθη του υποσυνειδήτου, είναι τα κλειδιά και η δάδα της Εκάτης.


Τόσο την σκηνογραφική, όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια είχε η Μαίρη Ζυγούρη.


Η Μαίρη Ζυγούρη έστησε ένα σκηνικό απόκοσμο, μυστηριακό, εικαστική της παρέμβαση μοναδική στη δημιουργία της σπηλιάς της Εκάτης, τα αντικείμενα από τους γονείς τους τόσο τελετουργικά φροντισμένα, οι μεταλλικές επιφάνειες που έδιναν τους απόκοσμους ήχους καθώς άλλοτε ενίσχυαν την συναισθηματική τους τελμάτωση κι άλλοτε την αγωνιώδη προσπάθεια να υπάρχουν, ο Τροχός λείος, γυαλιστερός και κοφτερός σαν δρεπάνι να καταλήγει σε μια κορώνα με τους αγγέλους γύρω- γύρω, δείγμα της αλούτερης επικοινωνίας με το υπερπέραν, με τον Κάτω Κόσμο.


Όσο για τα κοστούμια της Μαίρης Ζυγούρη καθοριστικά και άκρως αντιπροσωπευτικά του κάθε ρόλου, μια στολή για έναν Μοσχοβίτη αντισυνταγματάρχη, το φόρεμα της Όλγας μακρύ να ακουμπά στη γη, η σύνδεσή της με το χώμα, η γήινη υπόστασή της δηλώνεται τόσο άρτια.


Η Μάσσα ένα μαύρο φόρεμα, δαντέλα που υποδηλώνει την αστική της τάξη, όμως μαύρο, όπως το πένθος που κουβαλά στα σπλάχνα της.
Κι η Ίρινα ένα άσπρο αέρινο φόρεμα, όπως τα όνειρά της αιθέρια, αμόλυντα, άχραντα.


Η Εβίνα Βασιλακοπούλου που είχε τον σχεδιασμό των φωτισμών, συμπορεύθηκε τόσο με την σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Τσιάμη, όσο και με τις εικαστικές παρεμβάσεις της Μαίρης Ζυγούρη δημιουργώντας την πιο υποβλητική σπηλιά της Εκάτης.


Θα ήθελα όμως να αποδώσω τα εύσημα στην χορογράφο Ελένη Χατζηγεωργίου που είχε την κηνισιολογική επιμέλεια όλης της παράστασης.


Η κίνηση στις « Τρείς Αδελφές» ήταν μια ατελείωτη χορογραφία προσαρμοσμένη στην εκάστοτε ψυχική διεργασία, στην εκάστοτε αναζήτηση, στο κάθε πάθος που βίωναν ανελέητα, ή στην κάθε ουτοπική , αιθεροβάμονα διάθεση.


Τα σώματά τους γινόντουσαν ένας σφιχτοπλεγμένος γόρδιος δεσμός που σωματοποιούσε τον ψυχισμό τους, μέχρι την εκστασιασμένη γυναικεία τους φύση, τον πυρρίχιο του εσώτερου σθένους, την εκτίναξή τους στην άλλη διάσταση και την επικοινωνία τους με το άλογο, μεταφυσικό στοιχείο.
Η Ελένη Χατζηγεωργίου μέσα από την κίνηση, δουλεύει με τα πιο ζωώδη ένστικτά τους, αλλά και με τα πιο εκλεπτυσμένα.


Οι χορογραφίες της άλλοτε θυμίζουν αγρίμια που αλυχτούν μέσα στο ταλαπείριο σύμπαν της ζωής τους κι άλλοτε νύμφες στο λυκαυγές που εξαγνίζονται.
Κι όταν η Μάσσα δίνει την έναρξη να βγούν απ’ την αδράνεια λέγοντας: « Πρέπει να ζήσουμε», ωσάν χορός αρχαίας τραγωδίας ανεβαίνουν πιασμένες χέρι- χέρι έναν κακοτράχαλο, ανάντη δρόμο προς το βουνό, την ελευθερία κι η μουσική ψαλμός αρχέγονος, μυστηριακός, ολοκληρώνει τον εξαγνισμό της ψυχής τους που νοσούσε, τώρα πια ίπταται προς το φως.


Οι χορογραφίες της Ελένης Χατζηγεωργίου, αποτελούν μια σύγχρονη αρχαία τραγωδία μέσα στον άλογο κόσμο του Τσέχωφ.


Εν κατακλείδι ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης φιλοτέχνησε μια πνευματική Οδύσσεια ψυχογραφικών – ψυχαναλυτικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων με ατελείωτες πτυχώσεις στοχασμών, μ’ ένα πλουραλισμό διανοημάτων, άλλωστε ο ίδιος ο Τσέχωφ έλεγε πως: « Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να θέτει ερωτήσεις, όχι να της απαντάει».


Ο Δημήτρης Τσιάμης δημιούργησε μια καινοτόμα παράσταση, όπου οι « Τρείς Αδελφές», είναι τα αιώνια, αθάνατα σύμβολα στην τριαδική υπόσταση από γενέσεως κόσμου, μια παράσταση όπου η διάνοια και η φαντασία συλλειτουργούν σε μια ιδιάζουσα πρόσμιξη, μια παράσταση υψηλής αισθητικής νόησης και συνάμα συγκίνησης μέσα από δύσβατα μονοπάτια της Τέχνης, λυτρωτικά και καθαρτήρια ως την απόλυτη ανακούφιση της ψυχής και του πνεύματος, της συγχώρεσης, της αγάπης και της ευχαριστίας στη Μοίρα για ότι τους χάρισε μα και για ότι τους στέρησε, απαλλαγμένες από το παρελθόν ως ότου σβήσουν τα φώτα κι απομείνει η φλόγα ενός κεριού αναμμένου, δείγμα ελπίδας, πίστης, προσευχής, αναγέννησης ή μήπως η δάδα της Τρίμορφης Εκάτης!!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαριλιάνα Ρηγοπούλου
Εκπαιδευτικός, Σοπράνο, Κριτικός Θεάτρου.

Διαβάστηκε 416 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα