Εκτύπωση αυτής της σελίδας
09
Σεπτεμβρίου

Ο Χρόνος - Διήγημα του Πότη Κατράκη

Κατηγορία Πεζογραφία

Βαθιά στη μοναξιά η ελπίδα μου βυθίζεται αύτανδρη και εξομοιώνεται με βλέμμα καμπύλης που μόλις ανάνηψε από τον πυρετό του τυφώνα, που πέρασε γύρω στις τρεις τα ξημερώματα ξυστά από δίπλα της.

KATRAKISΟ χρόνος πάχυνε, γιατί έτρωγε συνέχεια παχύσαρκους ανθρώπους, που απολάμβαναν τα αγαθά της ειρήνης, της καλοφαγίας και της οινοποσίας. Τα βήματά του βάρυναν τόσο, που μόλις και μετά βίας μπορεί να βαδίζει προς το μέλλον του. Και έχει ακόμη τόσο δρόμο να διανύσει, ώσπου να φτάσει στο τέρμα του, που όλα θα έχουν σβήσει και θα έχει μείνει μόνο η νοήμονα σκόνη, που την είπαν Θεό.

 

Τον συνάντησα σε μια στροφή του διαστήματος και του σύστησα να πάρει ένα φορτηγό, για να μπορεί να φορτώσει και τις αποσκευές του, που κουβάλαγε στον ώμο του ή έστω ένα επιβατηγό ή ένα δίκυκλο, ακόμη και ένα γαϊδουράκι που δε χρειάζεται καύσιμα, γιατί έβλεπα πως ήταν κρίμα να κουράζεται τόσο πολύ.

 

Με κοίταξε καλά, χαμογέλασε για το ενδιαφέρον που έδειξα για την υγεία του και μου είπε:


«Ο ήλιος σκορπίζει στο χάος τα μυστικά μου, αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μου περιφέρεται ξυπόλητο στα δάση της ιστορίας για να συλλέξει αμφιλεγόμενες εκφράσεις ματιών ή άλλα τυχαία χορταριασμένα προαισθήματα θρήνων και σκουριασμένα πεπρωμένα πανηγυριών, για να μην υποχρεωθώ να ξεφλουδίσω το κεφάλι της μοίρας και να πιω το ζουμί του. Αυτά που λέγαμε κλείσανε τα παράθυρά τους και άνοιξαν τις πλεκτάνες των εφτά ισχυροτέρων προσευχών του πλανήτη, συνεδρίαση που έμεινε
από καύσιμα και τα συκώτια παίρνουν φωτιά ψέλνοντας υπέρ των συμπτώσεων, που δεν αφήνουν ίχνη γλύκας στα βάθη της όσφρησης. Η θέληση μου παρακαλεί γονατιστή το πυρωμένο σίδερο να την ελεήσει, το δέρμα του η μόνη πατημασιά του ανθρώπου και μια σταγόνα παράπονου στα έγκατα της λησμονιάς ανεμίζει ψηλά τα κουκούτσια των ιστορικών μαχών της αποκαθήλωσης.

 

Αλλά πεζοπορώ, γιατί θέλω να ρίξω μερικά κιλά και να κομψύνω, αλλιώς θα μπορούσα να ιππεύσω σε έναν κομήτη ή και σε έναν βάρβαρο πλανήτη. Όλο το σύμπαν είναι στη διάθεση μου. Τώρα μάλιστα θα κάνω και λίγο τροχάδην για να απολαύσω του ήλιου το χάδι».


Άρχισε να τρέχει, να ιδρώνει και να σκουπίζει τον ιδρώτα του. Ζήλεψα και ξεκίνησα να τρέχω από πίσω του. Σε ένα σημείο σταμάτησε και μου είπε:


«Εδώ θα κάτσω λίγο να ξεκουραστώ. Και λίγη ξεκούραση πάντα χρειάζεται. Το πολύ νταμάχι τρώει τον αφέντη».


Εγώ όμως δεν αισθανόμουνα κουρασμένος και συνέχισα να τρέχω. Αλλά μου έβαλε τις φωνές.


«Εεε… πού πας; Απαγορεύεται να προηγείσαι και να με προσπεράσεις. Πρέπει πάντα να με ακολουθάς. Όταν εγώ σταματήσω να τρέχω, θα σταματήσεις και συ αναγκαστικά».


«Για πόσο χρόνο;»


«Για πάντα. Γιατί μετά θα ξεκινήσω για άλλους που θα με ακολουθούν από την αρχή».


«Αυτό δεν το δέχομαι και θα κάνω προσφυγή στο Θεό».


«Σε ποιο Θεό; Εγώ είμαι ο Θεός. Χωρίς εμένα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε θεός ούτε άνθρωπος ούτε τίποτα άλλο».


«Και για τα παιδιά σου τι έχεις να πεις;»


«Ποια παιδιά μου;»


«Το Χειμώνα, την Άνοιξη, το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο».


«Είμαι λίγο στεναχωρημένος, γιατί μείνανε ανύπανδρα και θα ψοφήσουν, χωρίς να αφήσουν απογόνους. Μάλιστα, η Άνοιξη και το Φθινόπωρο είναι άρρωστα και τη θέση τους γρήγορα θα πάρουν ο Χειμώνας και το Καλοκαίρι σα μοναδικοί κληρονόμοι τους. Άσε, είμαι να σκάσω».


«Και δε μου λες, θα με αφήσεις, τουλάχιστο, να γυρίσω λίγο προς τα πίσω και να πάψεις να με χρεώνεις με ώρες, μήνες και έτη; Να πάρεις μερικά έτη από την καμπούρα μου και από εξήντα που έχω τώρα να τα κάνεις τριάντα;»

 

«Αποκλείεται. Έχω κάνει σύμβαση με το νου μου να μη χαρίζομαι σε κανέναν και δε θέλω να φανώ κατεργάρης. Αν θέλεις να σου φορτώσω άλλα τριάντα έτη και να στα κάνω ενενήντα, πολύ ευχαρίστως, αλλά από εξήντα να στα κάνω τριάντα ούτε να το συζητάς».


«Δε γίνεται να τροποποιηθεί η σύμβαση και να μπορείς και να αφαιρείς έτη ή τουλάχιστο μήνες;»


«Προς το παρόν όχι. Δεν μπορώ να σου αφαιρέσω ούτε δευτερόλεπτο. Το συζητάμε όμως το θέμα εγώ και ο νους μου, αλλά βλέπουμε ότι χρειάζονται να περάσουν πολλά έτη για να το καταφέρουμε».

 

«Δηλαδή;»

 

«Γύρω στα δέκα εκατομμύρια έτη μου ζητάει να του δανείσω, μήπως και το κατορθώσει».

«Ζήσε μαύρε να φας τριφύλλι, δηλαδή».


«Εδώ δε γίνονται όλα όπως τα θέλουμε και όταν τα θέλουμε. Και οι δυνατότητες του νου μου, μη νόμιζες, είναι περιορισμένες. Πεντακόσια εκατομμύρια έτη του δάνεισα για να φτιάξει τον άνθρωπο και μόλις τα τριάντα πέντε χιλιάδες χρόνια κατόρθωσε να τον φτάσει εδώ που είναι. Πρόσφατο κατασκεύασμα του είναι ο άνθρωπος και δουλεύει ακόμα για να τον ολοκληρώσει».

 

Αυτά μου είπε ο χρόνος και μου έκανε την καρδιά περιβόλι. Δε μου έμενε πια άλλη διέξοδος, παρά να πάω να αγοράσω τάφο στο νεκροταφείο να μπω σύντομα μέσα και να περιμένω τη Δευτέρα Παρουσία μήπως και αναστηθώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Από το βιβλίο "Διηγήματα και Νουβέλες" Β' τόμος
Εκδόσεις Λεξίτυπον

Διαβάστηκε 342 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(3 ψήφοι)