ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Πέμπτη, 2 Μαΐου 2024 - 1:48:43μ.μ.
07
Φεβρουαρίου

"Ανάβαση στο Καλάθι" – Διήγημα του Σωτήρη Γυφτάκη

Κατηγορία Πεζογραφία

Εκείνο το καλοκαίρι θαρρώ, πως ήτανε ένα από τα πιο ζεστά που είχα ζήσει ως τότε, μετά από μια πεντάχρονη απουσία μου στην Ευρώπη κι ως εκ τούτου ασυνήθιστη, αλλά κύρια ανυπόφορη για μένα, αν και η Καλαμάτα πλευρισμένη νότια από τον πανέμορφο Μεσσηνιακό,

ασφαλώς δεν θα ήταν η θερμότερη, ωστόσο στα ανατολικά της νύφης του Μεσσηνιακού υψώνονταν η μεγαλόπρεπη, βραχόσπαρτη, πλευρά του Καλαθιού, που αποτελούσε το δυτικότερο τμήμα της μακρόσυρτης οροσειράς του θεϊκού μας Ταϋγέτου. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ή νύχτες θα έλεγα καλύτερα, άκουσα πολλά και διάφορα, περίεργα, πράγματα γύρω από το Καλάθι.


Είναι φυσικό πως η φαντασμαγορική μορφή του, έτσι όπως ξεκινάει από πάνω και ξεδιπλώνεται με τις παράξενες, κάθετες, σχοινοτενείς χαράδρες του, ως κάτω στα σκαρφαλωμένα στις υπώρειες του πετρόσπιτα της Πάνω και κάτω Σέλιτσας, ευχάριστα προκαλούσε κι εξακολουθεί να προκαλεί τον όποιο βρίσκεται στην απέραντη αμμουδιά της παραλιακής ζώνης, κολυμπώντας στα πεντακάθαρα, γαλάζια νερά, ή περπατώντας πάνω στην προμενάδα, μα και απολαμβάνοντας το ουζάκι του ή τον καφέ του στα δεκάδες παραθαλάσσια μαγαζάκια κι έτσι, όπως τον θωρεί κανείς, σχεδόν κρεμασμένο πάνω του. Ομολογώ απ΄ όσα τοπία έχω δει κι απ΄ όσα στη μνήμη μου έχουν καταγραφεί ως εντυπωσιακά, οι κατακόρυφοι βράχοι, τα απίθανα χρώματα και η παραλλαγή ανάμεσά τους, πρώτη μου φορά διαπίστωσα, πως παρόμοια εικόνα δεν μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Καθόμουν στου Νικόλα την ταβέρνα κι ώρες πολλές θωρούσα την άγρια, μα και περήφανη …κορμοστασιά του, μέσα μου άναβαν επιθυμίες αβάσταχτες, το πότε θα μπορούσα να το ανεβώ, να διασχίσω τις απόκρημνες χαράδρες του, να γευτώ βαθιά μου την άγρια επιθυμία του επικίνδυνου, τολμήματος, που θα με γέμιζε αυταπάρνηση και ποιητική ανδρεία, μπας κι αντρίκεια ηδονή, ακόμα. Ήταν φορές που ξεμακραίνοντας ως το τετράγωνο-οι Καλαματιανοί ξέρουν καλά τι εννοώ, αλλά για τους ξένους να εξηγήσω πως έτσι αποκαλούσαμε το τσιμεντένιο τετράγωνο, πάνω του ορθώνονταν ο φανοστάτης στο έμπα του λιμανιού- κολυμπώντας ώρες ατέλειωτες έμενα ανάσκελα πάνω στα δροσερά ύδατα, ή κύματα κάποιες φορές με τα μελτέμια και απολάμβανα την όψη του ολόστητου πέτρινου όγκου, που τα πρωινά σκίαζε όλη την θαλάσσια έκταση από το Φιλοξένια ως τη νοητή γραμμή απ΄ του Κοιλάκου την ταβέρνα ως το τετράγωνο. Μα τι θεσπέσια ομορφιά να βρίσκεσαι εκεί τις πρωινές ώρες και να γεύονται όλες σου οι αισθήσεις την εξαίσια, ποιητική εικόνα. Πολύ θα ήθελα να βρω παρόμοια εικόνα μέσα μου, αλλά που να βρεθεί, άλλωστε μήπως δεν ήτανε κι αυτό, ένα από τα στοιχεία, που τόσο βαθιά με έδεσε με την πόλη των ιβίσκων!


Κόντευα να διανύσω όλη την θερινή μου διαμονή στην Καλαμάτα, αλλά ευκαιρία δεν έβρισκα να αποτολμήσω το ανέβασμα στου Καλαθιού την απόρθητη ράχη, ώσπου ένα απόβραδο στα βραχάκια του Ακρογιαλιού καθισμένος, με σίμωσε κάποιος γνώριμος μου νεαρός, γιος τραπεζίτη που τυχαία μου είχε συστήσει ο ξάδερφος Κ.


Βρήκα σημεία επαφής ανάλογα με τα δικά μου, και σε λίγες ημέρες γίναμε κοινωνοί ίδιων σκέψεων. Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε πολύ η συντροφιά του νεαρού, μάλιστα άρχισα να του κάνω κάποια μαθήματα Γερμανικών. Έτσι περισσότερο από καλή μου διάθεση, χωρίς καμιά του οικονομική υποχρέωση. Θα μπορούσα να πω πως γίναμε φίλοι, αν και κι αυτός ακόμα μαθητής στις τελευταίες τάξεις γυμνασίου, εγώ σχεδόν απόφοιτος κάποιου γερμανικού πανεπιστημίου. Ο μικρός μου φίλος φάνηκε εντυπωσιασμένος, όντας άρχισα να του μιλώ για την επικείμενη-άμποτε αυτό λάμβανε χώρα-ανάβαση στο Καλάθι. Εκείνο το απομεσήμερο κλείστηκε η συμφωνία για τη μεθεπόμενη ημέρα.


Δεν χρειαζόμασταν πια τίποτα περισσότερο, από το να οργανωθούμε σωστά. Εγώ δεν ήμουν άπλερος από τέτοια πράγματα. Πολλές φορές στη Γερμανία είχα πραγματοποιήσει τέτοια εγχειρήματα με πολύ δυσκολότερες συνθήκες, ωστόσο όφειλα να συμβουλεύσω το μικρό μου φίλο, για το τι θα έπαιρνε μαζί του…
Μπονόρα αναχωρήσαμε από την Καλαμάτα κι ώσπου να φωτίσει ο θεός την ημέρα, είχαμε πλευρίσει τα ριζά του Καλαθιού. Θα ανεβαίναμε από τη δεξιά μεριά των βράχων, όπου η ανάβαση ήταν πιο πρόσφορη κι όχι στητή, με κάποιες γιδόστρατες στην αρχή, που χάνονταν στων βράχων τις σχισμές στη συνέχεια, αλλά με λίγη προσπάθεια βρίσκαμε άλλα παράπλευρα μπογάζια. Δεν ήταν τόσο δύσκολα στην αρχή. Μάλιστα όταν του πρωινού ήλιου οι φεγγερές αχτίδες περιέλουσαν πέρα μακριά τη γη των Μακάρων και τα χωριά της ορεινής Μεσσήνης, πάνω εκεί ψηλά στου Δία του Ιθωμάτα τα λημέρια, η φύση γιορταστική, ηλιοπεριχυμένη, φάνταζε πια εξωτική, ονειρεμένη. Ο φίλος μου Γ. στάθηκε κι αποθανάτισε στη φωτογραφική του μηχανή την εξαίσια θέα. Χρόνο δεν έπρεπε να χάσουμε, του δήλωσα, γιατί η ανάβαση μετά την ανατολή του ήλιου θα ήταν πολύ πιο δύσκολη, έτσι συνεχίσαμε την πλευρική παράκαμψη, ζαβά από τους κρεμαστούς βράχους προς το μοναστήρι-όπως αργότερα από τσοπαναραίους μάθαμε ήτανε αυτό της Αγίας Τριάδος-με τις πολλές συκιές και τα αμπέλια ολοτρόγυρα. Ο μικρός μου φίλος παραξενεύτηκε, αφού δεν φαντάζονταν πως μπορούσαν εκεί αμπέλια να ευδοκιμούν. Του εξήγησα πως τέτοια αμπέλια υπάρχουν και σε πολύ πιο ψυχρά κλίματα, ενώ σε αυτό το μέρος που ως φαίνονταν να προστατεύονται από τον βοριά, θα έπρεπε να βγάζουν και καλό κρασί. Είχανε σχεδόν δυο ώρες, μπορεί και τρεις-ρολόι δεν θελήσαμε να πάρουμε μαζί μας- περάσει κι ο ήλιος ακόμα δεν μας είχε συναντήσει κι αυτό φυσικά μας βόλευε πολύ.


Αισθανόμασταν ακμαίοι με τη δροσιά να μας φρεσκάρει το πρόσωπο. Δίπλα στο ερημικό εκκλησάκι καθίσαμε και ανασκουμπωθήκαμε λιγάκι, βάλαμε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μας κι αδειάσαμε το πρώτο μας παγούρι. Εύκολη η ανάβαση μετά το μοναστήρι, όταν την ανηφόρα την πάει κανείς κοδελιαστά και πάνω από τις κυκλοτερές αναβόλες.


Εκεί υπήρχαν πολλά αμπέλια και συκιές και κάπου εκεί στο βάθος υπήρχαν κάποια γκρεμισμένα σπίτια. Δεν πλησιάσαμε κατά κει. Βατό δεν ήταν στο σημείο εκείνο ο τόπος. Βάτα πολλά και μικροθάμνοι αγκαθωτοί, τσουπωτοί κι ένα κατσικίσιο δρομάκι, που χάνονταν μετά τα απότομα βράχια. Από εκείνο το σημείο είχαμε χάσει την υπέροχη θέα προς το μεσσηνιακό κάμπο και μόνο τα ψηλά βουνά της Μεσσήνης μπορούσαμε να δούμε, την κορυφή του Ιθωμάτα Δία. Πήραμε το μπουγάζι προς το βορά. Εκεί η ανηφόρα ήταν κατακόρυφη σχεδόν στα πρώτα διακόσια τριακόσια μέτρα, αλλά μετά μπήκαμε σε ένα ομαλό επίπεδο, όπου μουσικές από κουδούνια και τροκάνια χαρίσανε μια παράξενη μουσική αίσθηση, πρωτόφαντη στο φίλο μου, που άρχισε να χαμογελάει ευτυχισμένα, όχι σε μένα, που έφταναν στα αφτιά μου τα γνώριμα ακούσματα από τα παιδικά μου χρόνια. Κάποια σκυλιά μας πήρανε χαμπάρι κι άρχισαν να γαβγίζουν, ενώ ο τσοπάνος τα χούγιαξε να σταματήσουν. Ο φίλος μου φοβήθηκε όχι τόσο για τα γαβγίσματα των σκύλων, όσο για τα φίδια που στο μεταξύ δυο τρία πέρασαν σχεδόν ανάμεσα στα πόδια μας. Αλίμονο μας, αν κάποια οχιά είτανε γεννημένη. Για καλή μας τύχη φαίνεται πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ωστόσο τα μακριά ματσούκια μας κάνανε καλή δουλειά. Χτυπούσαμε μπροστά μας και ολόγυρά μας τα κλαριά, αλλά και τις πέτρες ανακινούσαμε, μπας και κρύβονταν αποκάτω τους κανένα αποκαρωμένο, φιδόπουλο…


Ο τσοπάνος φάνηκε να ξαφνιάστηκε που είδε ανθρώπους ξένους για τα μέρη του...πολιτισμένους εκεί πάνω στα άγρια τα βουνά και τα πετροχώραφα. Τα ραβδιά μας βόλεψαν απέναντι στα σκυλιά. Μας ρώτησε τι γυρεύαμε στα απόκρημνα μέρη του σε μια γλώσσα που κάναμε μεγάλη προσπάθεια να τον καταλάβουμε. Η προφορά των ορεσίβιων δεν διαφέρει και πολύ. Στην Άνω Μεσσηνία, μα και στα χωριά γύρω από το Μελιγαλά την ίδια προφορά είχαν. Το είχα προσωπικά διαπιστώσει. Τα σύμφωνα είναι πιο πολλά, ενώ τα φωνήεντα αποφεύγονται. Αυτό είναι φυσικό, αφού δεν ανοίγουν διάπλατα το στόμα τους. Πώς να αποφύγουνε το κρύο αγιάζι οι άνθρωποι. Αυτό δεν είναι δικό μου. Οι γλωσσολόγοι το λένε κι έχουν δίκιο. Έτσι για παράδειγμα οι βόρειο-ευρωπαίοι έχουν τόσα σύμφωνα στη γλώσσα τους. Όσο πιο βόρεια, τόσο πιο πολλά σύμφωνα. Πολλή ώρα μιλούσαμε για αυτό με το μικρό μου φίλο και έμπιστο μαθητή μου, που γοητεύονταν από τις γνώσεις του φίλου και δασκάλου του.


Είχαμε μπει πια στο δάσος κι ούτε που καταλάβαμε το μπηχτό ανήφορο, αφού η σχετική με τη γλωσσολογία συζήτησή μας πήρε κάποιαν απρόσμενη έκταση. Άλλωστε του δίδασκα Γερμανικά κι όφειλα κι αυτά που γνώριζα να του τα επεξηγώ… δασκαλίστικα. Τώρα πια είχαμε καταπληκτική θέα. Πρώτα φάνηκε η γη της Μακαρίας. Ο Πάμισος σα μικρό ολόισιο φιδάκι να τη διασχίζει και στο βάθος ένας μικρός αρμακάς, η πολίχνη, η Μεσσήνη, ή αλλιώς Νησί. Ο φίλος μου ανάφερε κάποια πράγματα για αυτή την πόλη και τη σχέση του με αυτή. Μάλιστα μου ανάφερε και το σχετικό βιβλίο του Σωτήρη Πατατζή, τη Μεθυσμένη Πολιτεία. Στο σημείο αυτό κάναμε μια μικρή στάση. Ο φίλος μου άνοιξε ένα τουβαλιθάκι, έβγαλε ψωμοτύρι κι έδωσε το πρώτο κομμάτι σε μένα.


Από εκεί απολαμβάναμε την εξαίσια θέα. Τώρα φαίνονταν και ο μεγαλύτερος αρμακάς- σωρός από πέτρες για τον αναγνώστη, που τυχόν δεν γνωρίζει από χωριάτικες λέξεις- η Καλαμάτα, μόνο που η μισή κρύβονταν από τα μυτερά βράχια του Καλαθιού. Η Ντουάνα, ή αλλιώς η Παραλία, η πόλη δηλαδή δίπλα στο λιμάνι κρύβονταν σχεδόν όλη.


Η εικόνα πανέμορφη έτσι όπως η πόλη αναδιπλώνονταν μέσα από τα καταπράσινα λεμονοπορτοκαλόδεντρα κι απλώνονταν από τους χθαμαλούς λοφίσκους ως κάτω στην παραλία και πέρα ως τις εκβολές του Παμίσου και των παραποτάμων του, με τους τετράψηλους τρούλους των εκκλησιών της να ξεχωρίζουν και τους δυο παράλληλους δρόμους να τρέχουν από την πάνω πόλη ως το λιμάνι και την Ντουάνα, η οδός Φαρών και η Ακρίτα, γιατί η Αριστομένους κόβονταν από τις γραμμές του τρένου. Τραβήξαμε μετά μέσα, βαθιά στο δάσος. Ο ήλιος είχε πια ανέλθει κάμποσες οργιές πάνω από το θεϊκό μας βουνό, τον Ταΰγετο, μα εμάς ούτε που μας άγγιζε, έτσι όπως κρυμμένοι μέσα στο πυκνόδασος πορευόμαστε. Αριά και που κάποιο ζωάκι, λαγός, σκιουράκι και κάπου μακριά στους πυκνούς θάμνους στα ριζώματα μια αλεπού. Εκεί ήταν που με ρώτησε ο φίλος μου, αν θα μπορούσαν να βρίσκονται τσακάλια, ή και λύκοι ακόμα στο δάσος. Δεν θα μπορούσα να το αμφισβητήσω, ωστόσο έκανα πως δεν άκουσα και μόνο μετά από επίμονες ερωτήσεις, τού απάντησα πως κάτι τέτοιο δεν θα συναντούσαμε μπροστά μας. Τα σκυλιά των ποιμνίων-και υπήρχανε αρκετά σε εκείνα τα βοσκοτόπια- δεν θα άφηναν κάτι τέτοιο να φανεί σε εκείνο το οροπέδιο.


Κόντευε μεσημέρι, όταν φτάσαμε σε εκείνο το ξεμοναχιασμένο μικρό εκκλησάκι, που αργότερα μάθαμε, πως ήτανε ο Αγιώργης-λένε πως οι τσοπαναραίοι έχουνε τον Άγιο για δικό τους προστάτη, κι αυτό είναι σαφές, αφού άσπρη μέρα βλέπουνε κι αυτοί μόνο στη μέρα της χάρης του, στις 23 Απρίλη που τον γιορτάζουνε μεγαλόπρεπα με σουβλιστά αρνιά- κι έτσι τον τιμούνε στα ψηλά βουνά τους και μάλιστα μέσα βαθιά στο δάσος κι όχι στις κορυφές των βουνών, που τις κρατάει για πάρτη του ο Αηλιάς!


Μπήκαμε στο μικροσκοπικό εκκλησάκι κι ανάψαμε το καντηλάκι του, μα εκεί που η έκπληξη μας γιγαντώθηκε ήταν το παραδίπλα πηγαδάκι. Μες στην κορυφή του βουνού πηγάδι δεν ήταν κάτι αναμενόμενο, ωστόσο για μας ήταν ό,τι καλύτερο εκείνη τη στιγμή. Το νεράκι πάντα είναι το πιο χρήσιμο αγαθό που μας χάρισε η φύση. Μέσα στο κατακαλόκαιρο είναι ο θησαυρός της ζωής. Είναι το πνεύμα του θεού πάνω στη γη!


Δεν ήταν βαθύ το ομορφοκτισμένο πηγαδάκι, μα εμείς δεν είχαμε σκοινί να δέσουμε το παγούρι μας, που είχε σχεδόν αδειάσει πια. Ήπιαμε τις τελευταίες γουλιές νερού, βγάλαμε τις λουρίδες μας, τις δέσαμε μαζί, περάσαμε την πόρπη της μιας στου παγουριού το κρικάκι, μετά το αφήσαμε να φτάσει στην επιφάνεια του νερού στο πηγάδι κι εγώ ως πιο επιδέξιος κατάφερα να το γεμίσω με το θεϊκό, βουνίσιο νεράκι. Θε μου τι νοστιμιά ύδατος ήταν αυτή! Μετά έδωσα το παγούρι στο φίλο μου. Είχε την ίδια γνώμη με μένα για τη γεύση του βουνίσιου, υδάτινου αγαθού. Ξεμεσημεριάσαμε μέσα στο δάσος. Κάπου εκεί πήραμε κι έναν υπνάκο μετά το λιτό μας μεσημεριάτικο φαγάκι. Ψωμί, ελιές, τυράκι, λίγες ντομάτες κι ένα αγγουράκι. Εγώ ονειρεύτηκα κιόλας, μα δεν θέλησε εκείνο το ενύπνιο να επαληθευτεί στον ξύπνο μου. Το απομεσήμερο αφού σε όλο το μήκος του δάσους που περιδιαβήκαμε η μια ωραία εικόνα διαδέχονταν την άλλη, το ένα άγνωρό μας δεντράκι έρχονταν ένα άλλο και μας εξέπληττε. Αν κι είχα πολύ καλές γνώσεις γύρω από τα δάση, αυτό εδώ ήταν πολύ διαφορετικό απ΄ τα δικά μας. Ποιος ξέρει, άλλοι τόποι, άλλη πανίδα και χλωρίδα…


Το απομεσήμερο πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Διαλέξαμε την άλλη πλευρά. Τώρα θα περνούσαμε από τα χωριά, Πάνω Σέλιτσα πρώτα και Κάτω Σέλιτσα στη συνέχεια. Από δω η θέα ήταν ακόμα πιο όμορφη. Μας κρύβονταν πια το πρόσωπο της όμορφης Καλαμάτας, μα το αναπλήρωνε με το παραπάνω ο μεγαλειώδης Μεσσηνιακός…


Από δω μπορούσες να δεις ως πέρα την Κορώνη και πίσω απ΄ αυτή ως τη Μεθώνη και την Πύλο. Αυτό κι αν ήταν θέαμα! Υπερθέαμα ήταν. Κρικ-κρακ η μηχανή του μικρού μου φίλου δεν σταμάταγε διόλου να απεικονίζει.. Κατοίκους η Πάνω Σέλιτσα δεν είχε, μόνο τσοπάνους και τσοπανοπούλες και γιδοπρόβατα κι αραιά και που γελάδια και μουλάρια κι ανάμεσά αγρίμια κι αγριμάκια. Του θεού όλα σπουδαία δημιουργήματα, ή της μητέρας φύσης μας, που πίστευα κύρια εγώ. Κάναμε μια γενναία στάση στο μέσον του χωριού κάτω από το μεγάλο πλατάνι και παραδίπλα στον κρουνό που κατέβαινε-θαρρείς από της εκκλησιάς το ιερό-. Εκεί απολαύσαμε το τελευταίο μας αποφάγι. Ο φίλος μου τίναξε το ντουβαλίθι πιο πέρα που κάτι σπουργιτάκια ψάχνανε για κατιτίς φαγώσιμο από ανθρώπων χέρια.


Τα είδαμε μετά να πλησιάζουν χαρούμενα στην άκρια του λιθόστρωτου, ψαχουλεύοντας με την πολύχρωμη μυτίτσα τους. Τι ευτυχία αλήθεια! Νομίζω πως εκεί τα πουλιά είναι συμφιλιωμένα με τον άνθρωπο. Ζούνε αρμονικά με δαύτους εκεί στην παρυφή του κόσμου. Κοντά στις πόλεις και στα χωριά σχέσεις με τους ανθρώπους δεν επιζητούν… Μπας και τους γνωρίζουν καλά τα θεοπούλια;


Στο κάτω μέρος του χωριού συναντήσαμε μια γριούλα που παραξενεύτηκε πολύ που μας είδε να κατεβαίνουμε. Μάλλον θα πρέπει να ξαφνιάστηκε. Που να φανταστεί άνθρωπο εκεί πάνω στα άβατα μέρη. Μας ρώτησε τι γυρεύαμε εκεί πάνω, αν ψάχναμε για λίρες ή φλουριά.. Γελάσαμε. Της είπαμε πως ήμασταν ορειβάτες από την πόλη. Που να ήξερε τι σήμαινε αυτό. Άνοιξε το σακουλάκι της και μας φίλεψε μερικά απίδια. Μικρούτσικα, μα πεντανόστιμα. Την ευχαριστήσαμε και πήραμε την κατηφόρα για το δεύτερο χωριό. Από πάνω το χωριό φάνταζε σαν σκαρφαλωμένο στο πετροβούνι, στην αγκαλιά του ωραίου Καλαθιού-είπαμε πως έτσι ονομάζεται το βραχοβούνι!-


Καθώς κατηφορίζαμε οι στυλωμένες πάνω μας αχτίνες του καυτερού ήλιου, μας δυσκόλευαν και σκοντάφταμε στο λιθόστρωτο δρομάκι. Από την αιωνόβια χρήση τους είχαν τόσο λειανθεί τα λιθάρια, που λαγκούνιζαν παράξενα, λες κι ανθρώπινο χέρι είχε επέμβει κι όχι ποδάρι, ή μάλλον μουλαρίσιο ή αλογίσιο πέλμα. Πολύχρονοι μόχθοι, που ποιος ξέρει έχουνε διαβεί πάνω τους…


Αργά το βράδυ φτάσαμε στην πόλη κατάκοποι και βουτήξαμε στα γαλανά ύδατα του Μεσσηνιακού. Θε μου, τι απόλαυση κι αυτή και πάνω μας το βραχοβούνι, το εξαίσιο Καλάθι να μας θωρεί, να μας ξανακαλεί να το επισκεφτούμε, να μας ευχαριστεί, που το βάλαμε μέσα μας να διαιωνίζεται, να μας διαιωνίζει αμοιβαία!

 

 

 

Σωτήρης Γυφτάκης

Συγγραφέας

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Διαβάστηκε 349 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα