ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Κυριακή, 28 Απριλίου 2024 - 9:13:56π.μ.
14
Αυγούστου

Αθάνατη Λατέρνα «Κυρά…» Διήγημα της Καίτης Λιανού-Ιωαννίδου

Κατηγορία Πεζογραφία

Ανέβηκα τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μπήκα στη σοφίτα και ακούμπησα τα δάκτυλά μου πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Έβρεχε. Όλα μου φαίνονταν πως ήταν βυθισμένα μέσα σε μια λίμνη κι εγώ απλά τα κοίταζα, τίποτε άλλο.

kaiti lianouΗ θεία Ιουλία έσβησε. Πλήρης ημερών είπαν. Έσβησε ήρεμα μετά από μια ζωή γεμάτη. Τουλάχιστον χάρηκε κι έδωσε χαρά και στους άλλους. Πάντα μου έλεγε πως ήταν το μόνο που την ενδιέφερε, η ευτυχία των άλλων, και για μας ήταν το μόνο ίσως που απάλυνε τον πόνο, αφού έφυγε ευχαριστημένη.


Στο σαλόνι είχαν μαζευτεί πολλοί. Φίλοι, αγαπημένοι φίλοι, συγγενείς και άνθρωποι που ευεργετήθηκαν από εκείνη και δεν την ξέχασαν. Η θεία Ιουλία είχε πολύ μεγάλη περιουσία. Το σπίτι αυτό, σ’ αυτό που άφησε την τελευταία της πνοή, είναι μια πελώρια βίλλα στην Εκάλη, ανάμεσα στα πεύκα και στα πολυάριθμα λουλούδια, βυθισμένη στο πράσινο.


Η θεία Ιουλία ζούσε σε μια εποχή πολύ μακρινή για μας και άγνωστη. Της άρεσε ο τρόπος εκείνος με την ομορφιά του, τη δική του κουλτούρα. Δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις ιδέες μιας νέας εποχής. Εκείνη ήξερε το παρελθόν που παρουσιαζόταν μπροστά της σαν αέρινο φως. Έμενε μόνη της κι εγώ ερχόμουν συχνά να της κάνω παρέα και να ακούσω τις διηγήσεις της γύρω από τις ομορφιές μιας εποχής, αγαπημένης, όπως έλεγε. Η θεία Ιουλία λάτρευε κάθε τι παλιό. Η βίλλα της ήταν στολισμένη με ειδών, ειδών αντίκες καθώς επίσης και με σκαλιστά έπιπλα, βελούδινες βαριές κουρτίνες, πανάκριβα χαλιά, πιάνο με ουρά, και κάτι αμύθητου αξίας, όπως έλεγε, μια λατέρνα που στόλιζε την πιο όμορφη γωνιά του σαλονιού. Κι εκείνη πήγαινε κοντά της να γυρίσει το στρόφαλο, να ακούσει, να τραγουδήσει και να βυθιστεί σε αυτά τα πελάγη που της χάριζε η λατέρνα της. Τραγουδούσα κι εγώ μαζί της. Η χαρά της καθώς με έβλεπε να την ακολουθώ στα νοερά της ταξίδια και να σμίγουν οι φωνές μας σ’ ένα ονειροπόλο χορό με την εποχή που χάθηκε, ήταν απερίγραπτη.


Άνοιξα το τζάμι να μπει η βροχή μέσα, να μου χαϊδέψει το πρόσωπο. Έπρεπε να κατέβω στο σαλόνι να χαιρετήσω όλους αυτούς που την σέβονταν και την αγαπούσαν, αλλά σκεπτόμουν πως όταν θα βρισκόμουν μπροστά στη λατέρνα θα την έβλεπα εκεί να παίζει, να τραγουδά και ύστερα να μου διηγείται μια ιστορία που την είχα ακούσει άπειρες φορές αλλά κάθε φορά ήταν σα να την ακούω για πρώτη. Σκούπισα τα δακρυσμένα μου μάτια. Είχε έρθει η στιγμή, ίσως η πιο πικρή στιγμή της ζωής μου. Ήξερα πως σε λίγες μέρες όλα αυτά που αποτελούσαν τη δική της παρέα, θα εγκατέλειπαν τη στέγη τους. Η λατέρνα όμως… ήταν ένα κομμάτι πολύ δικό της. Ήταν το μόνο που ήθελε να έχει κοντά της αφού την ένωνε με την μεγαλύτερη αγάπη της και κάποτε μου το είχε ζητήσει. Κι εγώ της υποσχέθηκα πως θα την κρατήσω για πάντα.


«Όταν πια θα έχω φύγει από αυτόν τον κόσμο, θα τον συναντήσω και θα του πω πως η λατέρνα βρίσκεται σε καλά χέρια» μου είχε πει κάποτε.


Το παρελθόν της ξύπνησε μέσα μου. Όχι… η λατέρνα δε θα μπορούσε να φύγει έτσι άδοξα. Δε θα επέτρεπα να την πάρει κανείς, γιατί κανείς δεν ήξερε την αξία της και την επιθυμία της θείας Ιουλίας, πάρα μόνο εγώ. Ανάπνευσα και κατέβηκα αργά τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Τους χαιρέτησα όλους. Έκλεισα την πόρτα πίσω τους και πλησίασα τη στολισμένη λατέρνα. Γύρισα το στρόφαλο, χρόνια είχα να γυρίσω το στρόφαλο… χρόνια είχα να ακούσω τη γλυκιά της μελωδία.

 

Άφησα τις σκέψεις μου να ταξιδέψουν μακριά, πολύ μακριά, τότε που ήμουν μικρή και άκουγα τις ιστορίες της θείας Ιουλίας, για να κοιμηθώ. Τότε νόμιζα πως ήταν παραμύθια, κι όταν μεγάλωσα πια και με παρηγορούσε στην κάθε ερωτική μου απογοήτευση με την ίδια ιστορία, κατάλαβα πως ήταν αλήθεια. Κάθισα στην μεγάλη πολυθρόνα, και θυμήθηκα…

 

-Πάλι στεναχωρημένη είσαι κόρη μου; Έλα κάθισε εδώ στην μεγάλη πολυθρόνα ν’ ακούσεις τη λατέρνα. Θα ξεχαστείς. Θα σου πω και την ιστορία της. Θα σου τα πω όλα.


Και η θεία Ιουλία ξεκινούσε αυτό το λατρεμένο ταξίδι της.


Τότε μέναμε στην Πλάκα. Εδώ ήρθα όταν πια δεν υπήρχε τίποτε, για να με συνδέει μ’ εκείνα τα μέρη. Ο θείος Αλέκος, απ’ ότι ξέρεις βέβαια, ήταν εικοσιπέντε χρόνια μεγαλύτερος μου. Με πάντρεψαν με το έτσι θέλω. Ο πατέρας του βλέπεις είχε μεγάλη περιουσία, όπως και ο δικός μου πατέρας. Τα ταιριάξανε λοιπόν μεταξύ τους και αποφάσισαν. Εγώ, δεν είχα λόγο. Ο γάμος μας κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Την τρίτη μέρα ήρθε κάποιος με τη λατέρνα του να παίξει όμορφες μελωδίες. «Έλα κυρ Φώτη» φώναξε ο πεθερός μου κι εκείνος μπήκε στην αυλή μας και στάθηκε στην άκρη, το βλέμμα μας συναντήθηκε. Ακούμπησε τη λατέρνα του πάνω σε ένα διπλωτό τραπεζάκι και άρχισε να παίζει γυρίζοντας μια μανιβέλα. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μεγάλο κουτί στολισμένο με ειδών ειδών μπιχλιμπίδια, κεντίδια, λουλούδια και μια μεγάλη φωτογραφία στη μέση, κάποιας γυναίκας. Μου άρεσε πάρα πολύ να ακούω και όχι μόνο αλλά και να βλέπω τον κυρ Φώτη να γυρίζει τον στρόφαλο, άλλοτε πιο γρήγορα, άλλοτε πιο αργά. Έμοιαζε σα να άκουγα κάποια μικρή ορχήστρα.


«Σου αρέσει η λατέρνα νυφούλα μου;» με ρώτησε ο πεθερός μου.
«Ναι πατέρα. Είναι υπέροχη!»
«Μέσα σε αυτό το κουτί που βλέπεις υπάρχει ένας κύλινδρος με καρφάκια…»
«Καρφάκια…;»
«Ακριβώς! Κάθε καρφί είναι και μια νότα. Καθώς γυρίζει ο κύλινδρος τα καρφάκια χτυπούν σε κάποιες χορδές που βρίσκονται στην πλάτη του κουτιού».
«Υπέροχο!!!»
«Θέλεις να έχεις κι εσύ μια λατέρνα στο σπίτι;»
«Μπορώ στ’ αλήθεια;»
«Να παραγγείλουμε».
«Θέλω αυτή…, του κυρ Φώτη. Γίνεται;»
«Κάποια στιγμή θα τον ρωτήσω» μου απάντησε και πήγε κοντά στους καλεσμένους μας χαμογελώντας και στρίβοντας το μουστάκι του.


Απ’ εκείνη τη μέρα ο πλανόδιος μουσικός με τη λατέρνα του ερχόταν τακτικά και από την δική μας συνοικία. Μόλις τον άκουγα έτρεχα να βγω έξω να τον συναντήσω. Ο δε πεθερός μου τον καλούσε σε όλες μας τις γιορτές, για να παίξει. Κυρά την έλεγε και χάιδευε το σκαλιστό της ξύλο, έγερνε το κεφάλι του και τη φύλαγε.


«Την αγαπάς την λατέρνα σου κυρ Φώτη!»
«Α! Ναι. Είναι η συντροφιά μου, η κυρά μου» μου έλεγε.
«Θα την πούλαγες ποτέ;»
«Να την πουλήσω; Πουλάει κανείς την αγάπη του;»


«Σίγουρα όχι». Κι όμως κορίτσι μου κάποτε την πούλησε, γιατί δεν ενδιαφερόταν κανείς να τον ακούσει. Γύριζε από σοκάκι σε σοκάκι, από κέντρο σε κέντρο ή στεκόταν στις γωνιές των δρόμων, πήγαινε σε πανηγύρια, περνούσε κι από μας. Άνοιγα το παράθυρο του δωματίου μου να τον δω και να ακούσω, κι εκείνος στεκόταν απέναντι μου, με κοίταζε κι έπαιζε. Δεν ξέρω αν αγάπησα τον κυρ Φώτη ή τη λατέρνα του ή και τους δυο μαζί. Όποτε τον σκεπτόμουν πλημμύριζα από ευτυχία, κάτι που δεν ένοιωθα κοντά στον άντρα μου, γιατί εκείνος όλο δούλευε κι έλλειπε. Εγώ ήμουν δεκαεπτά ετών και είχα άλλα ενδιαφέροντα κι εκείνος πολύ μεγάλος, για να μπορέσει να μου χαρίσει λίγες ώρες ξενοιασιάς που επιθυμούσα. Σε κάποια γενέθλια μου ήρθε ο κυρ Φώτης να μας παίξει. Τον κοίταξα μες στα μάτια σα να περίμενα κάτι.


«Δεν έχω κανένα δώρο για σένα» μου είπε.
«Δε θέλω δώρο κυρ Φώτη, έχω απ’ όλα».
«Τότε θα σκαλίσω το όνομα σου πάνω στη λατέρνα μου, και θα το ξέρουμε μόνο οι δυο μας. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι!»


Και το σκάλισε. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα στο μάγουλο. Μπορεί να μη στερήθηκα τίποτε στην ζωή μου, όμως… εκείνο ήταν το ομορφότερο δώρο. Ήταν όμως και η τελευταία φορά που τον είδα. Πέρασαν μέρες και οι μέρες γίνηκαν μήνες, ο κυρ Φώτης δεν περνούσε πια απ’ τη γειτονιά μας. Η ζωή με τύλιξε μέσα στα δικά της πέπλα. Άρχισα να ακολουθώ τον άντρα μου στις δουλειές του. Πέρασαν τα χρόνια, έναν έναν έχασα τους δικούς μου ανθρώπους. Έφυγα απ’ την Πλάκα κι εγκαταστάθηκα εδώ. Η μοναξιά μου όμως με οδήγησε σε παλιές συνήθειες. Το όνομα κυρ Φώτης και η λέξη λατέρνα μπήκε μέσα στο μυαλό μου σαν μια καινούρια ιδέα. Να μπορούσα να τον συναντήσω και να ζητήσω να αγοράσω τη λατέρνα του. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω τα σοκάκια, τα κέντρα που σύχναζε κάποτε. Κανείς δεν τον γνώριζε. Ώσπου μια μέρα κάπου στο Μοναστηράκι είδα έναν πλανόδιο μουσικό με μια λατέρνα σαν εκείνη. Τον πλησίασα. Ήταν εκείνη!!! Είχε το όνομα μου, εκεί που το σκάλισε ο κυρ Φώτης, κάποτε, και την αγόρασα. Του την πούλησε, μου είπε, κάποιος μέθυσος, που δεν μπορούσε ούτε να σταθεί από το πιοτό. Ούτε που θυμόταν το όνομα του. Ίσως και να μην ζούσε πια.


Δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε, παρ’ όλο που έψαξα. Αν τον συναντήσω ποτέ, μπορεί κάπου αλλού, θα του πω πως η λατέρνα του είναι σε καλά χέρια. Θα την κρατήσεις. Έτσι δεν είναι; Μου το υπόσχεσαι;
-Θα την κρατήσω θεία Ιουλία. Σου το υπόσχομαι.

 

Αρκετά χρόνια πριν.


Ο κυρ Φώτης με δυσκολία έφτασε ως το σπίτι του, άλλοτε ακουμπούσε σε κάποιο τοίχο κι άλλοτε πάλι στηριζόταν στον κορμό κάποιου δένδρου. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του σακακιού του και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Τρεις φορές του ‘πεσε απ’ τα χέρια, μέχρι πια που τα κατάφερε και βρήκε την κλειδαρότρυπα. Η πόρτα άνοιξε δύσκολα δημιουργώντας ένα τρίξιμο πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα κι έμεινε μισάνοιχτη ως το επόμενο πρωί.


Ο κυρ Φώτης ακούμπησε στον υγρό τοίχο του δωματίου του, για να στηριχτεί και άναψε το φως. Μια λάμπα κρεμόταν από το ταβάνι που αναβόσβησε και ύστερα ένα χλωμό φως φώτισε τον μικρό χώρο. Στύλωσε τα μάτια του στην κουζίνα και με μεγάλη δύναμη τέντωσε το κορμί του και κατευθύνθηκε ως εκεί. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια μποτίλια με λίγο κρασί, την άρπαξε με όση δύναμη πια του είχε απομείνει, λες κι επρόκειτο να του την πάρει κανείς. Άκουσε τη γλυκιά μελωδία μιας λατέρνας να έρχεται από μακριά. Εικόνες πέρασαν σαν οπτασία και κλείστηκαν βαθιά στην ψυχή του. Κυρά, ψιθύρισε. Τα μάτια του δάκρυσαν, όλα γύρω του φαίνονταν σα να βρίσκονταν μέσα σε μια δεξαμενή γεμάτη νερό, και ύστερα όλα θόλωσαν, το σώμα του έγειρε… και η λατέρνα συνέχισε να παίζει.

 

 

 

 

 

 

 

 

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
Μουσικός-Υψίφωνος-Συγγραφέας
http://lianoukaiti.blogspot.com

Διαβάστηκε 244 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα