ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Δευτέρα, 29 Απριλίου 2024 - 5:48:58π.μ.
05
Ιουνίου

“ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΕΛΠΙΝΙΚΗ;” Διήγημα της Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη

Κατηγορία Πεζογραφία

Στο μικρό χωριό ζούσαν λιγότεροι από 130 νοματαίοι. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι και ανήμποροι. Λιγοστοί οι νέοι, δούλευαν σε κάποιο κοντινό εργοστάσιο και τον υπόλοιπο ελεύθερο χρόνο τους ασχολούνταν με τα κτήματά τους και τα ζωντανά τους.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έμενε στο χωριό κι ένα ζευγάρι Βουλγάρων οικονομικών μεταναστών με τον μικρό τους γιο. Φιλήσυχοι άνθρωποι, ο άντρας έκανε μεροκάματα για να ζήσουν κι η γυναίκα του πρόσεχε κάποιες ώρες μια γερόντισσα. Μετά επέστρεφε στο σπίτι που είχαν νοικιάσει για να φροντίσει την οικογένειά της, τον κήπου που είχε βάλει και τις λιγοστές κοτούλες που διατηρούσαν «για να τρώει το παιδί κάνα φρέσκο αυγό» όπως έλεγε η γυναίκα.

 

Τίποτε δεν προμηνούσε αυτό που έγινε στο χωριό τούτο το καλοκαίρι. Βγήκαν στην επιφάνεια όλη η κακία που υπήρχε κρυμμένη μέσα στις ανθρώπινες καρδιές, στόματα άνοιξαν για να συκοφαντήσουν, να καταδικάσουν, να κάνουν το κακό.

 

Ήταν ένα ζεστό πρωινό. Στο χωριουδάκι υπήρχαν και αρκετοί παραθεριστές από την Αθήνα, που έκαναν τις διακοπές τους στη γενέθλια γη τους. Δυο από αυτούς ήταν και η Ελπινίκη με τον άντρα της τον Θανάση.


- Κυρία Ελπινίκη να με λέτε παρακαλώ, διόρθωνε όποιον συγχωριανό της την φώναζε απλώς Ελπινίκη. Της σηκωνόταν η τρίχα έτσι και κάποιος ή κάποια ντόπια της φώναζε «Βρε, Ελπινίκη μου…». «Ακούς εκεί να μου πει εμένα βρε. Ο παλιοχωριάτης…» έλεγε μέσα της όλο οργή και τον έγραφε στα μαύρα κατάστιχα.

 

Η Ελπινίκη δεν ήταν και πολύ συμπαθής στον τόπο της. Από κοπέλα ανακατευόταν σε όλα, έλεγε την γνώμη της κι ας μην της την ζητούσαν, γυρνούσε στα σπίτια και κουτσομπόλευε, τους έκανε όλους άνω – κάτω. Ό,τι έκανε στα νιάτα της, τα ίδια και χειρότερα και τώρα που διένυε την έβδομη δεκαετία της ζωής της.


«Αυτή η γυναίκα είναι σκέτη ανακατωσούρα», λέγανε πίσω από την πλάτη της. «Μα ποτέ δεν βγάζει από το στόμα της έναν καλό λόγο; Σκέτο φαρμάκι είναι η γλώσσα της…»

 

Κάποια μέρα η Ελπινίκη συνάντησε την Ελευθερία επιστρέφοντας από το Κοιμητήριο του χωριού όπου είχε πάει ν’ ανάψει το καντηλάκι στο Χωνευτήρι. Λίγα χρόνια μικρότερή της, γέννημα του τόπου, είχε από τα δεκαπέντε της ξενιτευτεί στον Καναδά και δυο χρόνια τώρα είχε επιστρέψει στο πατρικό της. Κανείς δεν ήξερε πολλά στο χωριό για τη ζωή της στα ξένα. Ήταν λιγομίλητη, σπάνια αντάλλασσε κουβέντες με τον κόσμο, τον απόφευγε αν μπορούσε. Δεν πολυκυκλοφορούσε και δεν είχε πάρε – δώσε με κανέναν. Μόνον με έναν – δυο έλεγε δυο λόγια παραπάνω, που, όταν ήταν μικρή οι οικογένειές τους της είχαν φερθεί καλά.

 

Η φτωχή Ελευθερία πέρασε δύσκολα χρόνια στην ξενιτιά. Δούλευε για να επιβιώσει κι όταν μάζεψε κάποια χρήματα είπε να παντρευτεί, ν’ ανοίξει το δικό της σπιτικό. Συναντήθηκε με κάτι συγχωριανούς της που έμεναν σε γειτονική πόλη κι ερωτεύτηκε έναν απ’ αυτούς. Μα αποδείχτηκε σκάρτος ο γαμπρός. Την κορόιδεψε με ψεύτικες υποσχέσεις και της έφαγε τις λίγες οικονομίες της. Από τότε η κοπέλα έσταζε χολή για δαύτον. Κι όλο τον καταριόταν για την αδικία που της έκανε. Εκείνος όμως πήγε σ’ άλλη πολιτεία κι έφτιαξε εκεί οικογένεια χωρίς να νοιαστεί για το κακό που έκανε. Εκείνη, αδέκαρη και απογοητευμένη, έπιασε να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή. Για γάμο δεν έκανε πια κουβέντα. Δούλευε κι έβαζε τα λεφτά της στην Τράπεζα. Κι όταν πλησίαζε τα 65 της χρόνια επέστρεψε στην Ελλάδα. Πήρε το βιβλιάριο των καταθέσεών της, σύνταξη δεν έβγαλε, κι ήρθε να ζήσει τα στερνά της στον τόπο που γεννήθηκε. Τ’ αδέλφια της είχαν πεθάνει, τα ανίψια της ζούσαν σκορπισμένα σε διάφορες πόλεις της χώρας. Ευτυχώς το πατρικό της σπίτι ήταν σε καλή κατάσταση. Δεν είχε βέβαια ούτε φως μήτε νερό αλλά τα βόλευε. Έφερνε από μια κοντινή βρύση όσο νερό χρειαζόταν για να πίνει, να μαγειρεύει και να καθαρίζει. Ηλεκτρικό δεν είχε, μόνο κάτι παλιές λάμπες πετρελαίου, κεριά και φακούς. Έτσι την έβγαζε. Φτωχικά, λιτά, από επιλογή της. Το μυαλό της φαίνεται είχε πειραχτεί μ’ όσα είχε περάσει και δεν ήθελε τίποτα. Σ’ αυτοκίνητα δεν έμπαινε, περπάταγε ως τη γειτονική πολιτεία για να ψωνίζει. Πήγαινε πεζή δυο ώρες δρόμο κι άλλες δυο ώρες στην επιστροφή. Όμως αυτή εκεί’ ζαλωμένη τα πράγματά της δεν έμπαινε στα οχήματα των συγχωριανών της για να την πάνε ή να την φέρουν πίσω να μην κουράζεται στο δρόμο. Χειμώνα – καλοκαίρι το ίδιο πηγαινέλα.

 

Η Ελευθερία ζούσε ζωή λεύτερη. Μακριά από τα σημερινά υλικά αγαθά: την τηλεόραση, το κινητό τηλέφωνο, το πλυντήριο και το ψυγείο, ούτε καν τις στοιχειώδεις ανέσεις δεν είχε. Ήταν όμως αξιοπρεπής μέσα στην φτώχεια της και δεν πείραζε κανέναν.

 

Η κ. Ελπινίκη μόλις είδε την Ελευθερία θέλησε να της κάνει επίσκεψη, να δει πως ζει και να μάθει για την ζωή της στον Καναδά. Πήγε στο σπίτι της, λοιπόν, γυρίζοντας από το Νεκροταφείο του χωριού και προσπάθησε να μπει μέσα. Η γυναίκα ήταν στην αυλή, τακτοποιούσε κάτι ξύλα σε μια γωνιά. Η γλώσσα της Ελπινίκης άρχισε να δουλεύει.


- Πώς είσαι έτσι, βρε Ελευθερία; έκανε. Εσύ, που έζησες κι έξω να μην έχεις νερό, φως, πώς ζεις μέσα στη βρώμα; Δεν ντρέπεσαι; Το σπίτι σου στο έμπα του χωριού μας να είναι σ’ αυτό το χάλι; Μας κάνεις όλους ρεζίλι…


Η Ελευθερία συνέχιζε τις δουλειές της. Η Ελπινίκη έλεγε, έλεγε, σταματημό δεν είχε. Την κατηγορούσε για το ένα, την έψεγε για το άλλο, ώσπου η άλλη γυναίκα δεν άντεξε, την πιάνει από πίσω και την οδηγεί έξω στο δρόμο, λέγοντάς της με μια περίεργη ηρεμία στη φωνή:

 

Αν ξανάρθεις εδώ ή σε ακούσω να λες οτιδήποτε εναντίον μου, θα σε σκοτώσω χωρίς δεύτερη κουβέντα.

 

Η Ελπινίκη έγινε κατακόκκινη. Φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Όμως η γλώσσα της δεν σταμάτησε. Σ’ όποιο σπίτι πήγαινε έλεγε για τις απειλές της Ελευθερίας. «Δεν την παίρνω στα σοβαρά», εξηγούσε. «Είναι άρρωστη στο μυαλό η κακομοίρα, βλέπετε…»


Έτσι διασκέδαζε τους φόβους της. Ο άντρας της την είχε προειδοποιήσει: «Σταμάτα ν΄ ανακατεύεσαι. Θα βρεις κανέναν μπελά».


«Άσε με κι εσύ, καημένε» του απαντούσε. «Όλη μέρα στο καφενείο βρίσκεσαι, εγώ τι να κάνω μόνη μου στο σπίτι; Να κλειστώ μέσα;»


Ο Θανάσης, η αλήθεια είναι, ότι δεν της πολυέδινε σημασία. Συναντούσε τους φίλους του στο μικρό καφενεδάκι του χωριού, συζητούσαν, έπιναν τον καφέ ή το τσίπουρό τους, έτρωγαν το παγωτό τους, έπαιζαν πρέφα ή τάβλι και τους περνούσε η ώρα. Από τις εννιά το πρωί μέχρι τη μία μετά το μεσημέρι και από τις πεντέμισι το απόγευμα μέχρι τις δέκα το βράδυ, το καφενείο ήταν το στέκι τους. Καθημερινά…

 

Μια Κυριακή, γυρνώντας από την Εκκλησία, η Ελπινίκη συνάντησε στο δρόμο το παιδί των γειτόνων της των μεταναστών.


- Που ήσουνα εσύ; Γιατί δεν ήρθες στην Εκκλησία; το ρώτησε.
- Εσένα τι σε νοιάζει; της απάντησε κείνο. Άσε με ήσυχο, γιατί θα το πώς στους γονείς μου.
- Άλλοι καλοί κι αυτοί, έκανε η Ελπινίκη και κίνησε να φύγει.
- Παλιόγρια, της φώναξε ο μικρός και της έβγαλε τη γλώσσα του.
- Παλιόπαιδο, σήκωσε η Ελπινίκη το χέρι της να το χτυπήσει.

- Μπαμπά, μπαμπά, άρχισε να φωνάζει το παιδάκι.


Βγήκε ο πατέρας του από το σπίτι τους να δει τι συμβαίνει.
- Τι γίνεται εδώ; ρώτησε απορημένος.


- Μάζεψε τον γιο σου και να του μάθεις τρόπους, τον ορμήνεψε η Ελπινίκη εκτός εαυτού.
- Δεν φταίω εγώ, δεν φταίω εγώ επαναλάμβανε ο μικρός.


- Σιωπή, τον μάλωσε ο πατέρας του. Τι έπαθες κυρά μου; ρώτησε ο ανθρωπάκος. Σου έκανε τίποτα το παιδί και πήγες να το χτυπήσεις;


- Δεν φτάνει που ήρθατε στη χώρα μας και τρώτε ένα κομμάτι ψωμί, βγάζετε και γλώσσα από πάνω, του ’πε η Ελπινίκη. Αλλά δεν φταίτε σεις. Το κράτος μας φταίει. Και εμείς που σας δίνουμε δουλειά. Για να μας βρίζετε κι από πάνω…


Μαζεύτηκαν από τις φωνές της κάποιοι συγχωριανοί να δουν τι γίνεται. Ο Βούλγαρος πήρε το γιο του και μπήκαν στο σπίτι τους. Δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στον καυγά.


- Ελπινίκη, της είπε η γρια – Σοφία, η γειτόνισσά της, τι πράγματα είναι αυτά; Τι σου έκανε το μικρό παιδί; Σε καλό σου, κόρη μου, πρόσεχε γιατί θα μπλέξεις.


Η Ελπινίκη όμως είχε θυμώσει τόσο πολύ που δεν άκουγε κανέναν. Μέσα της έβραζε από θυμό. «Έννοια σου και θα τους συγυρίσω αυτούς», είπε μέσα της. «Ας μου δοθεί η ευκαιρία και θα δούνε…»

 

Μια βδομάδα περίπου αργότερα, όταν ο Θανάσης επέστρεψε το μεσημέρι από το καφενείο, βρήκε την γυναίκα του πεσμένη στην αυλή. Ήταν ακίνητη. Πήγε κοντά της. Ήταν πεθαμένη. Κρατούσε στα χέρια της ένα σεντόνι και τα δίπλα της βρίσκονταν 2 – 3 από τα σιδερένιες βέργες που ήταν σαν κάγκελα στο χαγιάτι τους. Πρέπει να είχε πέσει από κει όταν πήγε προφανώς να τινάξει το ρούχο. Μια από τις βέργες τις είχε τρυπήσει το πόδι. Αίματα υπήρχαν παντού.


- Δυστυχία μου, έκανε ο άντρας. Τι κακό με βρήκε.
Έβαλε τις φωνές καλώντας τη γειτόνισσά τους:


- Κυρά – Σοφία, κυρά – Σοφία, τρέξτε. Η Ελπινίκη δεν είναι καλά. Κυρά – Σοφία, Παναγή…
Ο Παναγής, ο γιος της γριούλας πετάχτηκε από το σπίτι του.


- Τι συμβαίνει κυρ – Θανάση; Τι έπαθες και φωνάζεις μεσημεριάτικα; Τον ρώτησε βγαίνοντας στο δρόμο.
Η μάνα του ερχόταν από πίσω κατεβαίνοντας τις σκάλες.


- Θανάση, Θανάση, είπε η γερόντισσα. Τι πάθατε, καλέ;
- Η Ελπινίκη δεν είναι καλά, επανέλαβε ο άντρας.
- Παναγιά μου, σταυροκοπήθηκε η κυρά – Σοφία. Και γυρνώντας στο γιο της τον πρόσταξε:
- Τρέξε, Παναγή, να δεις. Να καλέσουμε τον γιατρό.


Γυρνώντας στη νύφη της που ’χε κι αυτή πλησιάσει να δει τι συνέβη, της είπε:
- Ελένη, τηλεφώνησε στο Κέντρο Υγείας να έρθει το ασθενοφόρο για την Ελπινίκη.
- Καλά, μάνα, πάω αμέσως, απάντησε η κοπέλα.


Ο Θανάσης, ο Παναγής, η γρια – Σοφία και 2 – 3 άλλοι γείτονες, από κοντά και η Βουλγάρα που άκουσε τις φωνές, μαζεύτηκαν στην αυλή όπου βρισκόταν το σώμα της Ελπινίκης.


- Μην την αγγίζετε και της κάνετε κακό, ορμήνεψε η Σοφία.
- Να δούμε, μάνα, τι έχει, έκανε ο γιος της.


Η γυναίκα ήταν ακίνητη, γεμάτη αίματα, με στο σεντόνι στο χέρι, λερωμένο κι αυτό από το αίμα της. Δεν φαινόταν να υπάρχει ζωή στο σώμα της.


-Τι κακό είναι αυτό; Τι συμφορά μας βρήκε; χτυπιόταν η Σοφία.


- Μήπως πρέπει να καλέσουμε την Αστυνομία; ρώτησε ο Μήτσος που έμενε στο παραδίπλα σπίτι.
- Την Αστυνομία; έκανε ο Θανάσης. Τι να την κάνουμε την Αστυνομία, Μήτσο μου; Στο νοσοκομείο θα πάει η Ελπινίκη να την βοηθήσουνε… Μα ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε η γυναίκα του να βοηθηθεί από οποιονδήποτε. Είχε καταλάβει ο ήταν αργά πια γι’ αυτήν.


- Τι να συνέβη; ξαναρώτησε ο Μήτσος. Πώς έπεσε από την βεράντα; Λείπουν τα κάγκελα. Φαίνεται πήγε να τινάξει το σεντόνι κι ήρθε κάτω.


- Αχ και της το έλεγα να προσέχει. Αυτά τα κάγκελα ήταν εκεί πάνω από 100 χρόνια. Σιδερόβεργες η μια δίπλα στην άλλη κι από πάνω ξύλο που τις ένωνε. Γιατί δεν μ’ άκουσε; Τι θ’ απογίνω τώρα; ξανάπε ο Θανάσης.

 

Ο Βούλγαρος γείτονάς του κατέβηκε από ένα αυτοκίνητο με τα ρούχα της δουλειάς του και μόλις τους είδε όλους συγκεντρωμένους πήγε κοντά τους.


- Τι έγινε; ρώτησε.
Του είπαν με λίγα λόγια. Είδε και την Ελπινίκη να κείτεται κάτω από το χαγιάτι.


- Καλύτερα να καλέσετε την Αστυνομία, είπε και παίρνοντας τη γυναίκα του από το χέρι έφυγαν για το σπιτικό τους.


- Μπα σε καλό σου, άνθρωπέ μου, τι να την κάνουμε την Αστυνομία; είπε ο Παναγής.

 

Το ασθενοφόρο έφθασε σχετικά γρήγορα. Ο συνοδός γιατρός μόλις είδε την Ελπινίκη κατάλαβε ότι ήταν πεθαμένη.


- Έχει φύγει από ώρες, διαπίστωσε. Πώς έγινε; ρώτησε.
Κανείς δεν μίλησε. Δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν.


- Καλέστε την Αστυνομία, πρόσταξε κι έδωσε εντολή στον οδηγό του ασθενοφόρου να ενημερώσει την υπηρεσία τους για το συμβάν.


- Μπορεί να ζαλίστηκε και να έπεσε, ψιθύρισε η κυρα – Σοφία φεύγοντας κι αυτή από την αυλή.
- Λες να είναι τίποτε άλλο; αναρωτήθηκε κι ο Μήτσος. Μπα, μωρέ, για ποιον λόγο να την σκοτώσουνε. Δεν λέω ότι είχε ιδιαίτερες συμπάθειες στο χωριό αλλά να κάνει ο άλλος έγκλημα, πάει πολύ, είπε κι έφυγε όλο σκέψεις για να ενημερώσει τους δικούς του.


Ένα περιπολικό με δύο αστυνομικούς ήρθε σε λίγα λεπτά. Ενημερώθηκε από τον γιατρό και ζητήθηκε να έρθει ο ιατροδικαστής και η Σήμανση από την πρωτεύουσα του νομού. Πήραν τον Θανάση παράμερα για να τον ανακρίνουν χωρίς όμως να μάθουν κάτι σημαντικό.


- Μοιάζει για ατύχημα, είπε ο ένας αστυνομικός, αλλά μπορεί να είναι και κάτι παραπάνω. Να δούμε τι θα πει κι ο ιατροδικαστής…

 

- Είναι δολοφονία, διαπίστωσε τελικά εκείνος όταν εξέτασε το πτώμα. Έχει μώλωπες αλλά κι ένα χτύπημα στο κεφάλι. Κάποιος την χτύπησε από πίσω και την έσπρωξε από το χαγιάτι. Τα κάγκελα υποχώρησαν κι έπεσε κάτω στην αυλή. Ένα απ’ αυτά καρφώθηκε στο πόδι της, ένα άλλο τρύπησε το αριστερό της νεφρό. Την σκότωσαν, αποφάνθηκε.


Οι αστυνομικοί έδωσαν νέες οδηγίες ζητώντας περαιτέρω βοήθεια. Η αυλή γέμισε σε λίγο από άντρες της Ασφάλειας.

 

Ο Θανάσης καθόταν σε μια καρέκλα, ανήμπορος να πιστέψει όσα είχαν συμβεί.
- Ο σύζυγος είναι ο πρώτος ύποπτος, αστειεύτηκε ένας αστυνομικός. Θα του την έδωσε η συχωρεμένη και την ξέκανε για να ησυχάσει.


- Πρόσεξε τι λες, τον ψευτομάλωσε ο συνάδελφός του.
- Ο γέρος δείχνει συντετριμμένος από τον θάνατό της, είπε κάποιος άλλος.
Μωρέ κάτι τέτοιους να φοβάσαι, ξανάπε ο πρώτος. Έχουν δει εμένα τα μάτια μου…

 

Οι ανακρίσεις άρχισαν και όσοι ήξεραν κάτι για το θύμα εκλήθησαν να καταθέσουν. Εκτός από τον σύζυγο της Ελπινίκης και τους γείτονές της εξετάστηκε και το ζευγάρι των Βουλγάρων. Κάποιος ανέφερε για τον διαπληκτισμό του θύματος με τον γιο των μεταναστών, μα η αστυνομία δεν έδωσε περισσότερη σημασία στο επεισόδιο. Ή τουλάχιστον φάνηκε να μη δείχνει ενδιαφέρον. Μέχρι και η Ελευθερία ανακρίθηκε, παρότι έμενε μακριά από το σπίτι του εγκλήματος. Είχε όμως απειλήσει την Ελπινίκη να την σκοτώσει.


- Έτσι της το είπα, γιατί το στόμα της ήταν ασυμμάζευτο, δικαιολογήθηκε η Ελευθερία στους αστυνομικούς. Αν σκότωναν τα λόγια…


Την θεώρησαν βασική ύποπτη και την είχαν από κοντά.


- Μην απομακρυνθείς από το χωριό μέχρι να τελειώσουμε, της είπαν.


- Και που να πάω; απάντησε κείνη κουνώντας το κεφάλι. Άμα με θέλετε, ξέρετε που θα με βρείτε, συμπλήρωσε κι έφυγε.

 

Η έρευνα δεν προχωρούσε ικανοποιητικά. Για την ενοχή της Ελευθερίας δεν υπήρχαν αποδείξεις. Εκείνη την ημέρα είχε πάει κι έρθει πεζή στην πόλη για να ψωνίσει όπως το συνήθιζε. Την είχαν δει συγχωριανοί της και στο παζάρι και στο δρόμο που επέστρεφε. Κάποιοι προσφερθήκανε να την πάρουν μαζί τους με τα αυτοκίνητά τους αλλά αρνήθηκε. Γύρισε στο σπίτι της αργά το μεσημέρι, ο Θανάσης είχε ήδη βρει τη γυναίκα του νεκρή. Το άλλοθί της ήταν ακλόνητο.


- Απ’ ό,τι φαίνεται δεν το έκανε αυτή, είπε ο ανακριτής.


Οι υποψίες στράφηκαν και στον Βούλγαρο. Συνέδεσαν το φονικό με τα λόγια που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Ελπινίκης και αυτού όταν το θύμα τα έβαλε με τον γιο του. Μα και το δικό του άλλοθι ήταν ισχυρό αφού εργαζόταν από το πρωί μέχρι την ώρα που τον είδαν όλοι να επιστρέφει.


Τζίφος η υπόθεση, έκανε ο ανακριτής απογοητευμένος. Κανείς δεν φαίνεται να την σκότωσε, αποτυπώματα δεν βρέθηκαν κι όμως η κυρία δολοφονήθηκε.

 


Ποιος μπορεί να το έκανε;


Ο αστυνομικός που είχε εκφράσει αρχικά τις υποψίες του για τον σύζυγό της ξανάπε τις σκέψεις του:
- Ο άντρας της είναι κι αυτός ύποπτος, μην το ξεχνάτε.


- Μα έπαιζε τάβλι στο καφενείο την ώρα που προσδιορίζει τον θάνατό της ο ιατροδικαστής, είπε ο ανακριτής.
- Δεν τον εξετάζετε ξανά; Τι έχετε να χάσετε; Πρότεινε ο αστυνομικός. Μπορεί κάτι να μας διέφυγε.


Έτσι ο Θανάσης κλήθηκε εκ νέου ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις του ανακριτή. Ο ταλαίπωρος δεν είχε φύγει από το στέκι του στον καφενέ του χωριού μέχρι το μεσημέρι που επέστρεψε σπίτι του και βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Οι φίλοι του επιβεβαίωσαν την κατάθεσή του.


- Αθώος και ο σύζυγος, αποφάνθηκε ο ανακριτής. Άντε πάλι από την αρχή.

 

Οι βασικοί ύποπτοι είχαν όλοι ακλόνητα άλλοθι. Εξετάστηκαν και οι γείτονες κι άλλοι συγχωριανοί της, δεν προέκυψε τίποτα.


- Τότε, ποιος σκότωσε την κυρία Ελπινίκη; Γιατί, ότι την έχουν δολοφονήσει δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κατέληξε ο ανακριτής.


- Θα πάει, λέτε, κι αυτή η υπόθεση στο αρχείο; τον ρώτησε ένας υφιστάμενός του.


- Θα δούμε, του απάντησε κοφτά. Είναι πολύ νωρίς ακόμη για το αρχείο…

 

Την ημέρα της κηδείας της Ελπινίκης, όλο το χωριό έδωσε το παρόν στην εκκλησία. Ο άντρας της καθόταν κοντά στο φέρετρο με τα παιδιά της που είχαν έρθει με τις οικογένειές τους από την Αθήνα. Η Ελευθερία ήταν εκεί. Το ζευγάρι των Βουλγάρων με τον γιο τους έφτασε λίγο πριν τελειώσει η νεκρώσιμος ακολουθία. Δύο από τους αστυνομικούς που ασχολούνταν με το έγκλημα παρακολουθούσαν την τελετή.

 

Στο Κοιμητήριο του χωριού, την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο, ο δολοφόνος της Ελπινίκης, που ήταν ανάμεσα στους παρευρισκομένους, έκανε τον σταυρό του κι είπε μαζί με τους άλλους: «Ο Θεός να την συγχωρέσει».

 

 

 

 

 

 

 

ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ


Συγγραφέας - Ποιήτρια
Ισόβιο Μέλος της “WAAC/World Cingress of Poets”
Μέλος της “International Writers Association” - IWA
Μέλος της “World Poets Society” - WPS
Μέλος της Asociacion Mundial de Escritores”
Μέλος των “Poetas del Mundo”

 

Διαβάστηκε 394 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(86 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα