Τα γεγονότα συνοδεύονται από τις σκέψεις, τους προβληµατισµούς και τους φόβους του δεκαεννιάχρονου τότε συγγραφέα.
Στην αφήγηση εµπλέκεται ο µύθος των Κουάξ, των βατράχων της πόλης που τραγουδούσαν κάθε νύχτα και που περιµένουν τους κατοίκους να επιστρέψουν, να ανοίξουν τις κάνουλες µε το νερό, να γεµίσουν οι δεξαµενές στα περιβόλια και να ποτιστούν τα δέντρα, ώστε να µπορέσουν τα βατράχια να ξανατραγουδήσουν για να ξαναζωντανέψει η πόλη.