ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Τρίτη, 14 Μαΐου 2024 - 9:40:53μ.μ.
28
Απριλίου

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (Δ' μέρος) - ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΤΗ ΚΑΤΡΑΚΗ

Κατηγορία Ποίηση

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Είναι ακόμη σκοτεινιά δεν έχει ξημερώσει

και περιμένουν τη στιγμή ο Πορθητής να δώσει

το σύνθημα και έπειτα να πέσουν οι οβίδες

σαν του καιρού απρόσμενες και μαύρες καταιγίδες

κι έπειτα στη συνέχεια όλα τους να τα δώσουν

του Σαλμενίκου το κορμί να το ξεθεμελιώσουν.

Τρεις μέρες το βομβάρδιζαν γκρεμίσανε τα τείχη

προσμένοντας πως θα φανεί κάποια στιγμή η τύχη

ν’ ανοίξει κάποια πύλη του και μέσα να ορμήσουν

κι όπως την Πόλη λίγο πριν να το εξαφανίσουν

να σφάξουνε τους άνδρες του και έπειτα να πιάσουν

γυναίκες και ανήλικα παιδιά να τα βιάσουν.

Κι η τύχη τούτη τη φορά τους έκανε τη χάρη

και το κλειδί στον Πορθητή έδωσε για να πάρει

το Κάστρο που του στοίχισε νεκρούς κατά χιλιάδες

κι έφερε στο Δοβλέτι του ανείπωτους μπελάδες.

Δυο πύλες γκρεμιστήκανε και άρχισαν να μπαίνουν

όσο μπορούσαν βιαστικά στα τείχη ν’ ανεβαίνουν.

Όμως δε βρίσκουν ζωντανό στα τείχη για να σφάξουν

και τ’ άψυχα κουφάρια τους στα όρνια να πετάξουν

ούτε γυναίκες και παιδιά να τα εξευτελίσουν

σπίτια και καταστήματα για να λεηλατήσουν.

Βλέπουνε μόνο δω κι εκεί στρατιώτες σκοτωμένους

και δίπλα τους γενίτσαρους απογοητευμένους

που χάσανε τα λάφυρα και όσα προσδοκούσαν

κοιτούσαν μόνο πτώματα που δεν τους αφορούσαν.

Ήσυχος και νηφάλιος αλλά και κουρασμένος

ο Πορθητής ξεκίνησε και αποφασισμένος

να φτάσει νοτιότερα Ταίναρο και Μαλέα

και να στεριώσει τελικά μία Τουρκία νέα

να πιάνει απ’ το Δούναβη μέχρι τη Λακωνία

απ’ τα Ιόνια νησιά και μέχρι τη Συρία

να χτίσει όμορφα τζαμιά πολυτελή τεμένη

να διαδώσει το Ισλάμ και ήσυχος να μένει.

Στη Μεσσηνία δυτικά βαδίζει και στεριώνει

που ’ναι δυο κάστρα άπαρτα Μεθώνη και Κορώνη

τα έχουνε οι Βενετοί κι είναι οχυρωμένα

με τείχη για την άμυνα και θάλασσα ζωσμένα

σκέπτεται μήπως και αυτά αντίσταση προβάλουν

σε νέες περιπέτειες και πειρασμούς τον βάλλουν

τους στέρνει ένα μήνυμα ύδωρ και γη να δώσουν

αν θέλουν από τη σφαγή και κείνοι να γλυτώσουν

κι αυτοί με δώρα πλούσια και όχι με μαχαίρια

τα κάστρα παραδίνουνε μέσα στα δυο του χέρια.

Κατηφορίζει νότια φτάνει στη Λακωνία

στη Μονεμβάσια στέκεται με μια αμηχανία.

Είναι το φρούριο ψηλό απόρθητο φαντάζει

ώρες πολλές απέναντι κάθεται και κοιτάζει

να δει αν του ’ναι εύκολο κι αυτό να το αλώσει

αν ο στρατός του λάφυρο μπορεί να του το δώσει.

Το βλέπει από τη στεριά απόρθητο φαντάζει

βράχος ψηλός κι απότομος την είσοδο του φράζει.

Παίρνει ένα πλεούμενο ’πο θάλασσα κοιτάει

βλέπει γκρεμό πανύψηλο και στη στεριά γυρνάει.

Του ’ρθε μια σκέψη στο μυαλό να το πολιορκήσει

να του στερήσει την τροφή και να το γονατίσει

μα το κατέχουν Βενετοί που έχουνε τα πλοία

και μπαινοβγαίνουν στη σειρά όλα με ευκολία

κι ο στόλος του ανέτοιμος είναι για ναυμαχίες

να πλεύσει και να εμπλακεί σε τέτοιες ιστορίες.

Έστειλε μόνο μήνυμα να του το παραδώσουν

και την πολιορκία του αν θέλουν να γλυτώσουν

μα ήτανε αρνητικό του ’παν η Γερουσία

λέει να το κρατήσουμε με κάθε μας θυσία

Λίγο το καλοσκέφτηκε και είπε δε συφέρει

για κάστρο που ’ναι άπαρτο τσάμπα να υποφέρει

και κάνει μια μεταβολή προς Λακεδαιμονία

μια κώμη του Λακωνικού με πλούσια ιστορία

στρατοπεδεύει Χαραχιά και στην Πυλά το βράδυ

στήνει ’να γλέντι με χορό πριν πέσει το σκοτάδι.

Μετά πηγαίνει Βάτικα Λάχι και Μεσοχώρι

σε δυο χωριά που στέκονται ψηλά πάνω στα όρη

φτάνει ως τον Καβομαλιά στη θάλασσα κοιτάζει

και με φωνή παλλόμενη επιστροφή διατάζει.

Αφήνει μόνο μια φρουρά στη Λακεδαιμονία

τους φόρους να εισπράττουνε με τάξη και ευνομία.

Γυρίζει πίσω και ευθύς Γύθειο στρατοπεδεύει

και στην ταλαιπωρία του διέξοδο γυρεύει.

Ζητά να μάθει και του λεν ότι εκεί πιο πέρα

μόνο κατσίκια βόσκουνε και παίζουν τη φλογέρα

δεν έχουνε να πιούν νερό σιτάρι για να φάνε

λούπινα και φραγκόσυκα μόνο καλλιεργάνε

μέσα σε πύργους κατοικούν και ξημεροβραδιάζουν

και με το καριοφίλι τους το μέλλον τους χαράζουν.

Κάθε τους Πύργος φρούριο είναι με καραμπίνες

και η πολιορκία τους μπορεί να πάρει μήνες

είναι όλοι απένταροι και φόρους δεν πληρώνουν

και όταν απουσιάζουνε γυναίκες αρματώνουν

να πολεμούν αντί γι’ αυτούς με όπλα και δρεπάνια

και να γυρίζουν σπίτια τους με δάφνινα στεφάνια.

Λίγο το καλοσκέφτηκε και είπε πάμε πίσω

δεν έχω πλέον όφελος για να καθυστερήσω

στα βράχια να τους κυνηγώ χωρίς κέρδος κανένα

και να ’χω κατά πάνω μου τα όπλα τους στραμμένα.

Γι’ αυτό και τα μαζεύουμε για Τραπεζούντα πάμε

να διώξουμε τους Έλληνες εμείς να κυβερνάμε

αφού κι αυτοί αρνήθηκαν τους φόρους να πληρώσουν

γι’ αυτό και τα κεφάλια τους στο πιάτο θα μου δώσουν

να κυβερνάνε άρχοντες απ’ τη δική μας γέννα

εμπιστοσύνη πια καμιά δεν έχω σε κανένα.

Μένει η Μάνη λεύτερη χωρίς να την πατήσουν

τα πόδια των κατακτητών και να την αφανίσουν

μια σπίθα όπου έμελλε την πυρκαγιά ν’ ανάψει

και ο δαυλός της λευτεριάς τον τύραννο να κάψει

να ξεσηκώσει το λαό να πάρει το μαχαίρι

το λάβαρο της λευτεριάς με το δεξί του χέρι

να στήσει υπερήφανο πάνω στην Άγια Λαύρα

να βάλει άσπρη φορεσιά να ξεντυθεί τα μαύρα

στο Σαλμενίκο κει κοντά για να το αναστήσει

στους τελευταίους που ’πεσαν αγάλματα να στήσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

Πότης Κατράκης

Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός

Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"

Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας

Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά

Απόσπασμα από το ποίημα "Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ"

Εκδόσεις Λεξίτυπον-2017

Διαβάστηκε 284 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(10 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα