ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Κυριακή, 28 Απριλίου 2024 - 1:59:20μ.μ.
16
Μαΐου

"ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ" - Μυθιστόρημα του Νίκου Ταβουλάρη

Κατηγορία Πεζογραφία

“ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΔΟΞΟΣ ΝΕΑΡΟΣ” 

Γοργόφτερο το αγέρι, έφερε στα φτερά του την πρωινή δροσιά της θάλασσας και πλημμύρισε με την αψιά αρμύρα την πλάση. Αναστέναξε η φύση, αναστέναξαν οι άνθρωποι, αναστέναξαν και οι βράχοι πάνω από τον αστραφτερό, ασημένιο καθρέφτη των διάφανων νερών.

nikos ntavoularisΤο νεαρό αγόρι αισθάνθηκε ετούτη τη θεία πνοή πάνω στο πρόσωπο του και θαρρείς κάτι το ανεξήγητο, ίδιο μυστικό, μακρινό μήνυμα του κόσμου, απλώθηκε σε κάθε κύτταρο του κορμιού του, για να συγκεντρωθεί, ασυγκράτητη δύναμη και λαχτάρα μέσα του. Ο χρωστήρας που κρατούσε έμεινε για λίγο μετέωρος και ύστερα κινήθηκε διστακτικά στην αρχή, αποφασιστικά στη συνέχεια, πάνω στο λευκό καμβά του τελάρου.


Πέρα μακριά στην ανατολή μέσα από τα πορφυρά σπλάχνα του πελάγους αναδύονταν ο τεράστιος, πύρινος δίσκος του ήλιου. Μυριάδες τριαντάφυλλα, μυριάδες πνοές ζωής πλημμύρισαν την καλοκαιρινή πλάση. Στην άκρη του ορίζοντα η σιλουέτα μιας ψαρόβαρκας μπήκε για μια στιγμή στο χρυσαφένιο ποτάμι των ηλιαχτίδων πάνω στο νερό. Νοτιότερα κατά την παραλία του Άστρους μερικά λευκά συννεφάκια αργοσαλεύουν πάνω από τη θάλασσα, αλαργεύοντας κατά το νοτιά. Ίδια με μπρατσέρες που κουβαλούν τα όνειρά του, φαντάζουν στα νεανικά μάτια του Αλέξη και με τη δύναμη και την ορμή των δεκαεννέα του χρόνων ταξιδεύει κι εκείνος, καπετάνιος μαζί και ταξιδιώτης, πάνω σε τούτα τα ονειρικά καράβια για μακρινά πέλαγα της σκέψης του, σε κόσμους μακρινούς κι ονειρεμένους.


Το πινέλο έμεινε μετέωρο καθώς το άπειρο χέρι του νεαρού ζωγράφου δεν μπορεί πια να μεταφέρει στο μουσαμά εκείνη την άβγαλτη κραυγή, που πλημμυρίζει το είναι του. Κάθεται εκεί ακίνητος, εκστασιασμένος και πλάθει με το χρωστήρα της ψυχής του εκείνα που δεν μπορεί να του φανερώσει η ατελής τέχνη του. Η ψυχή του μπολιάσθηκε από το θείο νάμα του πρωινού θαύματος και στέκει μετέωρη πάνω από το πέλαγος, τους βράχους, τις κορυφές των δέντρων, ανίκανη να ξεφύγει από τούτη τη μυστική σύνδεση με τους μακρινούς λειμώνες της ομορφιάς και του θεϊκού μυστηρίου, που το νιώθει να κυριεύει τον κόσμο, εδώ, σε μια γωνιά της Ναυπλιώτικης ακτής.


O ήλιος ανέβηκε τα σκαλοπάτια τ’ ουρανού και ο κόσμος πήρε να ζωντανεύει. Στη μελωδία των πουλιών και του ανέμου το παράπονο πάνω στα φυλλώματα των ψηλόλιγνων λεύκων της ακτής ήλθαν να προστεθούν και οι φωνές των ανθρώπων, το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών και των αυτοκινήτων οι βοές. Μια ακόμη ημέρα ξεκίνησε να γυρίζει στον ατέρμονο τροχό του σύμπαντος. Ο Αλέξης αναστέναξε και γέμισε με τον πρωινό αέρα, που δροσάτος, μαυλιστικός ήλθε από τα μακρινά πέλαγα και θώπευσε τη φύση, σε ένα μοναδικό ερωτικό χάδι. Βάλθηκε να μαζεύει τα σύνεργα της ζωγραφικής. Ένα ακόμη καλοκαιρινό πρωινό Κυριακής είχε πάρει τέλος.


Περπάτησε για λίγο κατά μήκος της ακτής και σε λίγο έφτασε στην πλακόστρωτη προβλήτα του λιμανιού της πόλης . Λίγοι ήταν οι άνθρωποι ετούτη την ώρα καθισμένοι στα μικρά τραπεζάκια των καταστημάτων της παραλίας . Όλοι ετούτοι οι ξένοι από τις χώρες του βορρά ήλθαν στο Ναύπλιο για να κοινωνήσουν με το μοναδικό ελληνικό τοπίο και το θείο πνεύμα, που φώλιαζε σε κάθε πέτρα, σε κάθε δέντρο και στα ανεμοφυσήματα του πρωινού μπάτη , που πεταρίζει πάνω από τα κύματα πέρα στην άκρη του πελάγους.
Έφτασε στην ταβέρνα του κυρ-Αλέκου, όπου δούλευε σερβιτόρος. Ο ιδιοκτήτης ήταν ήδη εκεί και προσπαθούσε να βάλλει σε τάξη τις καρέκλες στα τραπέζια της παραλίας, κάτω από τις μεγάλες πάνινες ομπρέλες. Μόλις είδε τον Αλέξη βιάστηκε να μιλήσει.


 Έλα βρε παιδί μου να ετοιμάσουμε το μαγαζί και μας πήρε μεσημέρι, που ήσουν τέτοια ώρα, πάλι ζωγράφιζες;

 

 Καλημέρα κυρ-Αλέκο.


 Καλημέρα, καλημέρα, καλές είναι και οι καλημέρες μα δεν μας δίνουν να φάμε, άντε σφίξου λίγο να προφτάσουμε γιατί μας βλέπω σήμερα όχι μόνο να μην ταίσουμε κανέναν, μα να ψάχνουμε και οι ίδιοι ταβέρνα για να φάμε !


 Έννοια σου κυρ-Αλέκο και όλα θα είναι έτοιμα στην ώρα τους, μη στεναχωριέσαι.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να πυρώνει για τα καλά τη γη όταν ο Αλέξης τελείωσε με την τακτοποίηση του καταστήματος. Στην ακίνητη επιφάνεια του νερού πέρα ως εκεί που φτάνει το μάτι του, οι λαμπερές αχτίνες του βασιλιά της ημέρας αντανακλούν πάνω στον διάφανο καθρέφτη της θάλασσας και σκορπίζουν στον αιθέρα, μυριάδες μικροσκοπικά μόρια φωτεινών πνοών. Οι τουρίστες έχουν πυκνώσει στην παραλία και η ζέστη έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή. Κάθισε εκείνος πάνω σε μια καρέκλα και σφούγγιξε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Η ανεπαίσθητη πνοούλα του θαλασσινού αγέρα ήλθε να τον δροσίσει. Μια ακόμη κουραστική ημέρα τον περίμενε... Πέρα μακριά στην άκρη του πελάγους, πάνω από τα κυματάκια σαν κάτι το μοναδικό, το μυστηριώδες σχηματίζεται και σαλαγάει την τρυφερή επιφάνεια του νερού και το νου του νεαρού. Ήδη έχει φύγει το μυαλό του από την παραλία της πόλης και ταξιδεύει , φτερό στον άνεμο, στα πέρατα κόσμων μακρινών, ονειρεμένων.


Τέλειωσε πια το Λύκειο και βιάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά του. Πέρσι έδωσε εξετάσεις στην τρίτη δέσμη όχι τόσο γιατί το ήθελε μα για να ικανοποιήσει την επιθυμία των γονιών του. Φυσικά απέτυχε, αναμενόμενο ήταν. Εκείνου το μυαλό ήταν αλλού, ξυπνούσε και κοιμόταν με τ’ όνειρο να γίνει μια μέρα μεγάλος ζωγράφος, το ήξερε, το ένιωθε πως μόνο μέσα στον κόσμο των χρωμάτων θα καταλάγιαζε της ψυχής του το τρικύμισμα.

 

 Καλημέρα Αλέξη.
Βγήκε ξαφνικά από την ονειροπόλησή του. Η Ελένη στέκεται εκεί δίπλα του, όμορφη και γελαστή, ίδια η προσωποποίηση του πρωινού μπάτη, που έρχεται από τα βάθη του πελάγους, να παίξει παιγνιδιάρης με τα σγουρά της μαλλιά.


 Καλημέρα, πολύ πρωινή σήμερα, τι έγινε και σηκώθηκες τόσο νωρίς;


 Δεν ήθελα να χάσω ένα τόσο όμορφο πρωινό ...


 Πραγματικά, σήμερα η μέρα είναι υπέροχη, μα φαίνεται πως αργότερα θα έχουμε ζέστη.


 Λέω να πάω για μπάνιο ...
Εκείνος δεν απάντησε. Βάλθηκε να την κοιτάζει . Η κοπέλα ήταν εκείνη που έσπασε πρώτη τη σιωπή.


 Τι έπαθες, το αμίλητο νερό ήπιες;


 Σκέπτομαι αυτό που είπες πριν.


 Δηλαδή;


 Να ότι θα πας για μπάνιο ...


 Και λοιπόν!


 Είσαι πολύ όμορφη σήμερα, φοβάμαι μη σε κλέψει κανένας...

Η νεαρή κοπέλα έδειξε κολακευμένη από τούτη την έμμεση φιλοφρόνηση του αγαπημένου της. Γέλασε ανέμελα και απάντησε παιγνιδιάρικα.


 Τι να σου κάνω , εσύ πάλι προτιμάς να γίνεις πλούσιος παρά να μου κάνεις παρέα...


 Το ξέρεις πως δεν είναι έτσι, μα δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά.
Η κοπέλα πλησίασε ακόμη περισσότερο και προσέχοντας για μια στιγμή γύρω της , του έδωσε ένα πεταχτό φιλί. Τα χείλη της υγρά, ζεστά πάνω στα δικά του τον αναστάτωσαν, έκανε να την αγκαλιάσει μα εκείνη τον απώθησε μαλακά.


 Ήσυχα συγκρατήσου, μας βλέπουν.


 Δε με νοιάζει, ας μας βλέπουν !


 Με νοιάζει όμως εμένα κύριε..., απάντησε εκείνη ανάλαφρα και απομακρύνθηκε από κοντά του. Πρέπει να φύγω, πρόσθεσε, με περιμένει η Γιώτα με τη Μαργαρίτα.


 Πού θα πάτε για μπάνιο;


 Στην Καραθώνα.


 Αν μπορέσω θα περάσω ...


 Να κάτσεις εκεί που είσαι, δεν είναι δυνατόν να μας κάνεις χαλάστρα με τόσους παίδαρους που κυκλοφορούν ...
Έκανε να την αρπάξει πάλι μα εκείνη του ξέφυγε και απομακρύνθηκε ανάλαφρη, ίδια καλοκαιρινή οπτασία πάνω από τα κύματα, ακροπατώντας στο πλακόστρωτο της παραλίας.


O ήλιος σκαρφάλωσε στη μέση τ’ ουρανού και οι πλάκες του πεζοδρομίου, οι τοίχοι των σπιτιών και το ακύμαντο νερό του λιμανιού έγιναν λες καθρέφτης και αντανακλούν τις φωτεινές σαϊτες του στο χώρο. Όλα μοιάζουν να κολυμπούν σε μια θάλασσα φωτός, που περιλούζει τα πάντα γύρω. Βυθίστηκαν και οι άνθρωποι σε τούτο το λαμπερό πέλαγος των φωτονίων, βυθίστηκε και το μυαλό τους σ’ απέραντους, μακρινούς, ουράνιους Πόντους ομορφιάς και γαλήνης. Κάθισε ο Αλέξης σε μια ψάθινη καρέκλα κάτω από την απατηλή σκιά της ομπρέλας και μίσεψε με του λογισμού του το καράβι, ταξιδευτής και καπετάνιος μαζί στις άγνωστες, μακρινές θάλασσες του μυαλού και της ψυχής του. Ένα μικρό σπουργίτι ήλθε και κάθισε αντίκρυ του πάνω στο τελευταίο κλαράκι της ακακίας. Το παρατηρεί μέσα από την ομίχλη της πνευματικής του φυγής και θαρρεί πως είναι ετούτο το μικρό πουλάκι ο μοναδικός ζωντανός κρίκος, που τον συνδέει με την πραγματικότητα. Μένει έτσι εκεί ακίνητος και ταυτόχρονα ιπτάμενος ταξιδευτής τού νου του να παρακολουθεί, λες από κάποια άλλη διάσταση τα δρώμενα σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Ναι, για μια ακόμη φορά η ψυχή του έφυγε, πέταξε μακριά από το σώμα του και αρμενίζει, μπρατσέρα γοργοτάξιδη με τα πανιά της όρτσα σε κόσμους άλλους μακρινούς κι ονειρεμένους...


 Ε, Αλέξη, πού ταξιδεύεις πάλι; Έλα και είναι ώρα να ετοιμαζόμαστε, όπου να ’ναι θα φτάσουν οι πρώτοι πελάτες, έλα και είδα ένα γκρουπ Γερμανών το πρωί...
Είναι η φωνή του κυρ-Αλέκου που τον αποσπά από τ’ ονειροπόλημά του.


 Εντάξει κυρ-Αλέκο μην ανησυχείς , μόνο δυο λεπτά θα κάνω ν’ αλλάξω και επιστρέφω.

 

Φόρεσε το μαύρο παντελόνι και το λευκό πουκάμισο της δουλειάς και στάθηκε μπροστά από την είσοδο της ταβέρνας να παρακολουθεί την κίνηση στον παραλιακό δρόμο, μεσημέρι πια, περασμένες δώδεκα και οι πρώτοι πελάτες άρχισαν να καταφτάνουν.


Βάλθηκε να τους εξυπηρετεί όσο μπορούσε καλύτερα. Του άρεσε με ότι καταπιανόταν να το κάνει τέλεια. Ευτυχώς σήμερα υπήρχε αρκετή κίνηση και θα έβγαινε το μεροκάματο. Δεν ήταν δουλειά για εκείνον ετούτη, μα τι να κάνει που την είχε απόλυτη ανάγκη. Παρηγοριόταν πως μόλις τελείωνε θα είχε όλο τον χρόνο να δραπετεύσει από τούτη την πεζή πραγματικότητα, σε κόσμους όμορφους περιπλανώμενος μέσα στα ανεξερεύνητα φαράγγια της φαντασίας του, παρέα με τ’ αγαπημένα του σύνεργα της ζωγραφικής.
Από την κατεύθυνση του πάρκου είδε να πλησιάζει μια μεγάλη και θορυβώδης παρέα. Για λίγο βάλθηκε να τους παρακολουθεί. Του έκανε εντύπωση η αίσθηση που απέπνεαν ετούτοι οι άνθρωποι. Σίγουρα δεν ήταν κάποιοι τυχαίοι και ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τα πάντα γύρω τους έδειχνε πως δεν ήταν ασήμαντοι.
Καθώς πλησίασαν μπόρεσε να διακρίνει καλύτερα ήταν τρεις άντρες και ισάριθμες γυναίκες, που πλησίαζαν με μια έκρηξη ευθυμίας, προφανώς από κάτι που είχε πει ο ψηλός αριστοκρατικός άντρας, ακαθόριστης ηλικίας. Ο Αλέξης έκανε ένα βήμα μπροστά και τους χαιρέτισε προτρέποντάς τους να καθίσουν για φαγητό.


 Ευχαριστούμε νεαρέ, είπε ο ψηλός άντρας, μα λέμε πρώτα να κάνουμε μια βόλτα και μετά να καθίσουμε για φαγητό.


 Όπως θέλετε κύριε, απάντησε ο Αλέξης, όμως αν θέλετε τη γνώμη μου είναι καλύτερα να φάτε ενωρίς για να προφτάσετε το ηλιοβασίλεμα ύστερα από την μεσημεριανή ξεκούραση.
Ο άγνωστος άντρας που ήταν έτοιμος ν’ ακολουθήσει τη συντροφιά του, που είχε ήδη απομακρυνθεί, κοντοστάθηκε στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του νεαρού.


 Είναι ωραίο το ηλιοβασίλεμα εδώ;


 Θαυμάσιο κύριε, θα έλεγα ιδανικό για πίνακα ζωγραφικής!
Η στάση του άγνωστου έγινε ξαφνικά ιδιαίτερα ζωηρή.


 Είπες «για πίνακα ζωγραφικής;»


 Μάλιστα κύριε...


 Και πώς το ξέρεις εσύ;

Η συντροφιά του ξένου είχε αρχίσει ν’ αδημονεί.


 Έλα πατέρα, αργούμε, φώναξε μια από τις δυο νεαρές κοπέλες.


 Εντάξει έρχομαι, ένα λεπτό... , απάντησε εκείνος και γύρισε πάλι προς τον Αλέξη.


 Λοιπόν, νεαρέ;


 Να κύριε, ασχολούμαι λίγο με τη ζωγραφική, όχι τίποτα σπουδαίο, μα μου αρέσει ν’ ανακατεύω τα χρώματα στον καμβά που και που ...
Ο ξένος δεν απάντησε , μόνο στράφηκε προς την παρέα του και φώναξε.


 Για ελάτε πίσω, τέρμα η βόλτα για την ώρα, θα φάμε εδώ!


 Μα πατέρα ... , έκανε η νεαρή κοπέλα.

Εκείνος όμως είχε ήδη καθίσει σε μια καρέκλα, δείχνοντας πως η απόφασή του ήταν ήδη ειλημμένη και δεν είχε σκοπό να τη συζητήσει. Πλησίασαν και οι υπόλοιποι και κάθισαν γύρω του.


 Τι έγινε Τάκη, βρήκες κάτι το μοναδικό, που δεν ήθελες να το χάσεις;


 Μοναδικό! πέστο κι έτσι , πάντως σίγουρα κάτι διαφορετικό από τις άλλες ταβέρνες ...


Ο Αλέξης βάλθηκε να τους εξυπηρετήσει όσο μπορούσε καλύτερα. Μέσα του μια απορία είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Τα λόγια του άγνωστου άντρα και ο τρόπος που τον κοίταζε από την ώρα που του μίλησε για τη ζωγραφική ήταν πραγματικά πολύ παράξενα. Η παρέα έδειξε ν’ απολαμβάνει το φαγητό και τίμησε ιδιαίτερα τα φρέσκα μπαρμπούνια που τους σερβίρισε.

 

Απομεσήμερο και ο ήλιος αγκυροβόλησε πάνω από το λιμάνι της πόλης, φωτεινό καράβι κι αυτός, στ’ απέραντα, γαλανά λιμάνια του σύμπαντος. Ο κόσμος όλος έγινε μια ηλιαχτίδα και τα κατάρτια των θαλαμηγών, που λικνίζονται προκλητικά σαν γυναίκες πάνω στο νερό, μοιάζουν με πύρινα σπαθιά, που καρφώνονται στο άπειρο της απέραντης καλοκαιρινής οπτασίας, καθώς ο απαλός άνεμος ροβόλησε από τα βουνά και θώπευσε ερωτικά το φιλήδονο κορμί της Θάλασσας. H παρέα του άγνωστου άντρα τέλειωσε το φαγητό της και σηκώθηκε. Ο Αλέξης στάθηκε δίπλα τους καθώς εκείνοι ετοιμάστηκαν να φύγουν.

 

 

 

 

 

 


Νίκος Ταβουλάρης
Ποιητής-Πεζογράφος-Δοκιμιογράφος
τ.Πρόεδρος της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ»
Εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ
Αθήνα 2009

Διαβάστηκε 197 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(8 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα