ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024 - 10:55:29μ.μ.
06
Νοεμβρίου

"ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ" του Αυγερινού Ανδρέου

Κατηγορία Πεζογραφία

«Τι να ’ναι ο αχός που γίνεται κι η ταραχή η μεγάλη, / στη μέση στο Κεράσοβο και στη μεγάλη χώρα; / Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν; / Ουδέ βουβάλια σφάζονται ουδέ θεριά μαλώνουν.

68

Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους. / Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, και τα βουνά βογγάνε. / Κ’ ένα πουλάκι φώναξε από ψηλό κλαράκι. / "Πάψε, Γιάννη μ’ τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι, / να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα, / να μετρηθεί κι η κλεφτουριά, να μετρηθεί τ’ ασκέρι."/ Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι / μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες. / Ο ένας πήγε για νερό κι άλλος ψωμί να φέρει, / ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι».

 

 

Οι Μπουκουβαλαίοι είναι ο ορισμός του Αρματολισμού. Στην Τουρκιά εναντιώθηκαν μικρές ομάδες στην Ήπειρο τον 16ο αιώνα υπό τον Πούλιο Δράκο. Το 1685 ο Λιβίνης στο Καρπενήσι πολεμάει γενναία τους κατακτητές. Γύρω στα 1750 στην Ακαρνανία ο Χρίστος Μηλιώνης. Οι Μπουκουβαλαίοι εμφανίζονται γύρω στα 1630. Καταγωγή τους το χωριό Σακαρέτσι Ακαρνανίας. Οι πρόγονοι Γιάννης Μπουκουβάλας και ο γιος του Δήμος Μπουκουβάλας, δεν άφησαν ιστορικά ίχνη. Ο γέρο-Μπουκουβάλας, δηλαδή ο Γιάννης Μπουκουβάλας (1715-1782) ήταν ο σημαντικότερος και πλέον ανδρείος. Κατείχε το αρματολίκι των Αγράφων. Έδωσε σφοδρές μάχες με τους Μουσουχουσαίους, της αιμοβόρας φάρας, την οποία συγκρότησε ο προπαππούς του Αλή πασάς στο Τεπελένι.

 

Η πιο τρανή και περιφανής μάχη, την οποία έδωσε το Γιάννης Μπουκουβάλας με αυτούς τους επιδρομείς Τουρκαλβανών, ήταν αυτή στο Κεράσοβο. (Είναι άγνωστο αν πρόκειται για το Κεράσοβο του Μεσολογγίου ή αυτό των Αγράφων. Κεράσοβο υπάρχει και στην Κόνιτσα, στο Πωγώνι και στην Ευρυτανία). Ο Γιάννης Μπουκουβάλας συμμετέσχε και στην επανάσταση του 1769 (Ορλωφικά) και μετά την ήττα κατέφυγε στη Ρωσία. Κατ’ άλλους στη συνέχεια πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου και πέθανε. Οι Μπουκουβαλαίοι διατήρησαν το αρματολίκι των Αγράφων επί 80 περίπου χρόνια.

 

Το έχασαν το 1819, όταν ο Αλή-πασάς όρισε τον Ιωάννη Ράγκο. Ωστόσο, το αρματολίκι αυτό το πήρε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης με τη δύναμη των όπλων.Προσεταιρίστηκε μάλιστα τους Μπουκουβαλαίους, αρραβωνιάζοντας μία ανήλικη κόρη του με τον μικρό αδελφό του Κώστα Μπουκουβάλα, τον Χριστάκη. Στη συνέχεια έγραψε τα αρραβωνιάσματα «στα παλιά του τσαρούχια» και άρπαξε την επαρχία αυτή. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μπουκουβαλαίοι κατόρθωσαν με επιγαμίες των μελών τους και άλλες ενέργειες να δημιουργήσουν ούτως ειπείν ομοσπονδία αρματολικίων (Αγράφων, Βάλτου, Ξηρομέρου, Βόνιτσας και Πατρατζικίου – Υπάτης!). Διοικούσαν κι εξουσίαζαν την μισή Δυτική Ελλάδα. Άλλος Γιάννης Μπουκουβάλας, γιος ή εγγονός του Γέρο-Μπουκουβάλα, σκοτώθηκε στην Πάργα και ετάφη εκεί παραδίδοντας το αρματολίκι στον αδελφό του Κώστα. Συνεργάσθηκε με τον Γέρο-Δήμο (Σταθά). Κατ’ άλλους ήταν γαμβρός του και κατά άλλο δημοτικό άσμα ο Σταθάς ήταν ο γαμβρός. «…Εγώ είμαι ο Γιάννης ο Σταθάς γαμβρός του Μπουκουβάλα».

 

Όλα χάνονται στην αχλύ του χρόνου: «Ένα πουλάκι ξέβγαινε ’πό μέσ’ από την Πάργα, / και ψάχνει ναύρει στα βουνά τον Κώστα Μπουκουβάλα, / κι αντάμωσε την κλεφτουριά πέρα στο Μακρυνόρο. / – Πες μας, καλό πουλάκι μου, πες μας κάνα χαμπέρι. / – Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω; / Ο Μπουκουβάλας πέθανε την Κυριακή το βράδυ, / κι άφησε διάτα και χαρτί σ’ όλα τα παλληκάρια: / – Σ’ εσέ, Γιαννούλη μ’ αδερφέ, σ’ εσέ, Χρήστ’ Ανωγιάτη, / και Τραγουδάκα χωριανέ, που σ’ είχα μπιστεμένο, / τον Κώστα να συμμάσετε που πέθαν’ αδερφός του. / Ο Κώστας είναι φρόνιμος, είναι και παλληκάρι, / στα δόντια παίρνει το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι, / ομπρός τρέχει στον πόλεμο, στο φεύγα μέν’ οπίσω».

 

Ο Δήμος Μπουκουβάλας φέρεται ως γιος και κατ’ άλλους αδελφός του Γέρου-Μπουκουβάλα. Ήταν ιδιαίτερα ανδρείος, αγαπητός στα παλικάρια του και στον απλό λαό. Πληγώθηκε σε μάχη με τους δερβεναγάδες. Ο λαός τον θρήνησε με τα επόμενα τραγούδια. Το πρώτο προσεγγίζει την ιστορική πραγματικότητα: «Ενύχτωσε κι εβράδυασε, πάει και τούτ’ η μέρα! / Σύρτε παιδιά μου για ψωμί, ψωμί να φάτε βράδυ, / και φέρτε και παλιό κρασί, από το μοναστήρι / να πλύνω τις λαβωματιές, όπ’ έχω στο κορμί μου. / Φέρτε μου και τον ταμπουρά, πικρά να τον βαρέσω, / να τραγουδήσω θλιβερά και να μοιρολογήσω. / Πικρό παιδιά μ’ το λάβωμα, φαρμάκι το μολύβι. / Σύρτε και μην αργήσετε, κι αν ίσως κι αποθάνω, / εδώ να μη με θάψετε στον έρημο τον λόγκο, / μόν’ να με βγάλετε ψηλά, σε μια ψηλή ραχούλα, / να στέκ’ ορθός να πολεμώ, και δίπλα να γιομίζω, / κι από το μέρος το δεξιό ν’ αφήστε παραθύρι, / να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά για να με χαιρετούνε, / να φέρνουν χαιρετίσματα απ’ τους Μπουκουβαλαίους». Στο τραγούδι που ακολουθεί ο στιχουργός λαός πλανάται και βλέπει τον Δήμο Μπουκουβάλα δεσμώτη του Βεζίρη στα Γιάννενα, μετά από τραυματισμό στο χέρι του:

 

«Σήμερα, Δήμο μ’ πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι, / τα παλληκάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι, / κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα, στην πόρτα του Βεζίρη, / στον άλυσο, στο κούσουρο, στο έρημο τρουμπούκι. / Κι όλος ο κόσμος τόλεγε και Τούρκοι και Ρωμαίοι• / – Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νάχεις τ’ αρματολίκι. / – Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα; / Να δώκει ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άη-Γιώργης, / να γιάνει το χεράκι μου, να ζώσω το σπαθί μου. / Πότε ναρθεί ν-η άνοιξη ναρθεί το καλοκαίρι, / που να φουντώσουν τα κλαδιά, να κλειούν τα μονοπάτια / να πάρω το τουφέκι μου, να ζώσω το σπαθί μου, / να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια, / να ψένω στείρα πρόβατα κι όλο παχιά κριάρια, / να κάμω μάνες δίχως γιούς, νυφάδες δίχως άντρες».Το επόμενο τραγούδι βρίσκεται εγγύς της ιστορικής πραγματικότητας. Ο κόσμος κλαίει τον χαμό του Δήμου Μπουκουβάλα και παραπονιέται γιατί δεν μείωνε κάπως την υπερηφάνειά του και την ανδρειοσύνη του, να γλιτώσει από τη ζήλεια της Αρβανιτιάς: «Δε στόειπα, Δήμο μια και δυο, δεν στόειπα τρεις και πέντε, / χαμήλωσε το πόσι σου• σκέπασε τα τσαπράζια• / να μη τα ιδεί η Αρβανιτιά, ρίχνουν και σε σκοτώνουν .../. Οι Μπουκουβαλαίοι έγιναν θρύλος στους Έλληνες. Τόσο πολύ που οι βαπτιστικοί τους, όταν μεγάλωναν, εγκατέλειπαν το επώνυμό τους και αυτοαποκαλούνταν «Μπουκουβάλας». Θύμισαν στους νεοέλληνες ότι το προσκύνημα είναι έννοια ξένη με αυτούς: «Ουκ είθισται τοις Έλλησι προσκυνέειν» – Δεν υπάρχει στα ήθη των Ελλήνων το προσκύνημα!

 

 

 

 

 

 

 

 


Αυγερινός Ανδρέου
Συγγραφέας - Ποιητής
Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Διαβάστηκε 1774 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(3 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα