και μια συννεφιά διάχυτη
μπαμπακιασμένη.
Κάποιος πίστευε πως θα ιαστεί τελείως.
Άλλος πως θα φύγουν οι πρόσφυγες.
Κι ένας τρίτος πως θα σταματήσει ο πόλεμος.
Τρεις μαυροντυμένες καλόγριες
έπεσαν στα γόνατα
προσευχόμενες,
ψέλνοντας να δουν το θείο θαύμα.
Κι ενώ άλλοι έκλαιγαν,
άλλοι χλεύαζαν και γελούσαν,
εγώ ανατρίχιασα σύγκορμη
στο εκκωφαντικό κάρφωμα του σταυρού σου,
στην όψη της δικής μου ματωμένης πληγής,
στο καυτό δάκρυ που έτρεξε ανάμεσά μας,
στου άγριου φιλιού σου την ζωντάνια,
στο έλεος του αφυδατωμένου χρόνου.
Αυτό λοιπόν δεν ήταν ένα μικρό θαύμα;
Κατερίνα Ραμανδάνη-Σαντραβέλα
Συγγραφέας-Ποιήτρια